Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

Παναγιώτης Καρακούλης




Βραδινό ταξίδι

Απόψε, θα ταξιδέψω

σκαρφαλωμένος στη γέφυρα

του κρεβατιού μας.

Θα ταξιδέψω πέρα

από τους ορίζοντες

της καθημερινότητας,

του ωραρίου

και των οφειλών.

Θα ταξιδέψω με μάτια

ορθάνοιχτα, έτοιμος

για καταιγίδες,

υφάλους

και άλλα θαλασσινά απρόοπτα.

Εσύ κοιμήσου!

Εγώ ονειρεύομαι για Σένα.

ΚΑΡΑΚΟΥΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Γεννήθηκα στην Αθήνα και σπούδασα Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έγινα διδάκτορας του ιδίου Πανεπιστημίου και ειδικεύτηκα στην παθολογία και στην ρευματολογία. Εργάσθηκα στην Β’ Έδρα της παθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ιπποκράτειο Νοσοκομείο) μέχρι το 1984.

Επί πέντε χρόνια είχα την ευθύνη της ελληνικής έκδοσης του British Medical Journal (αρχισυντάκτης). Έχω συνεργασθεί με διάφορα ιατρικά περιοδικά δημοσιεύοντας άρθρα και μονογραφίες.

Το 1990 εκδόθηκε το βιβλίο μου «Σύνοψη Ρευματολογίας». Έχω εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές με τους εκδοτικούς οίκους ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ και ΟΔΥΣΣΕΑΣ, επίσης μια ποιητική ανθολογία της νεότερης ελληνικής ποίησης με τον τίτλο «ΧΡΥΣΟΣ ΣΕ ΜΑΤ» με τις εκδόσεις ΟΜΙΚΡΟΝ.

Έχω κυκλοφορήσει δίσκο με μελοποιημένη ποίησή μου, με την συνεργασία του συνθέτη Τάσου Καρακατσάνη.

Το θεατρικό μου έργο με το τίτλο «ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΩΜΑΤΙΟΥ» ανέβηκε από το ΛΑΪΚΟ ΘΕΑΤΡΟ της Νέας Ερυθραίας.

Όσοι αγαπούν την ποίηση συνδέονται με μια μυστική συγγένεια. Η συγγένεια αυτή συντηρείται, νομίζω, με το αλάτι των λέξεων. Είναι δεδομένο ότι όσοι γράφουν ποίηση ή τέλος πάντων αγαπούν την ποίηση, θεωρούνται από τους πολλούς «κάπως». Αυτό το «κάπως» εμείς δεν το εκλαμβάνουμε ως μομφή, για μας είναι η ευγενής διαφορά.

Μη ξεχνάμε τι έλεγε ο Ελύτης: «Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ΄τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της».

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

Γιατρός - Η διαθήκη

Στους ολοφυρμούς των άλλων

παραμένεις αμέτοχος

ή και γελάς, κάτι ξέροντας.

Όταν όμως οι άλλοι χαίρονται,

μοναχικός εσύ θρηνωδός

Στέλνεις τα δάκρυά σου

αγιασμό στη μακαριότητά τους.

Πολυπλάνητος ανάμεσα σε πόνους,

σε νεκροζώντανα κύτταρα,

επιδιώκεις ισορροπίες

στα όρια της ζωής.

Θα έρθει η σειρά σου .

το γνωρίζεις καλά.

Εσύ, ο χορηγός της ελπίδας,

ότι απλόχερα χάρισες

θα σου επιστραφεί,

δεδουλευμένα χωρίς αξία,

γιατί οι οσμές των σωμάτων

είναι ίδιες.


Σίγουρα, αν ήμουν γιατρός,

την άσπρη μπλούζα σάβανο

στην ψυχή μου θα φορούσα.
_________________________________________________________


Όταν αναχωρήσω,

δε με νοιάζει αν

τα προσφιλή μου αντικείμενα

τα σκεπάσει η σκόνη.

Δε με νοιάζει επίσης αν

ότι αγάπησα ή συνέλεξα

εκποιηθεί σε τιμή ευκαιρίας.

Δε με ενδιαφέρει αν

ιδέες που υπηρέτησα

δεν ισχύουν πλέον.

Μόνη μου έγνοια

ο τοίχος της αυλής μου

να παραμείνει άσπρος,

με φρέσκο ασβέστη,

άγραφο χαρτί

για τα μελλοντικά συνθήματα,

στήριγμα στις κουρασμένες πλάτες,

αντέρεισμα στις ερωτικές εξάρσεις…

ΚΑΡΑΚΟΥΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ



Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Τότε Που Κοίταζα Τα Σύννεφα Από ...Κάτω (40-45 ...Πεζός)

Ωραία Πύλη

Ζωή, ένα μικρό ποτάμι που πηγάζει κι εκβάλλει στην ίδια πηγή
Νερό, χωρίς έμβια, χωρίς καράβια, χωρίς γλάρους
Θολό κυλάει σιωπηλά

Ευδαιμονία επιπλέουσα, τύποι ωραίοι, σειρήνες-νεογνά καλούν
Αισθήματα, πολυτελείς κυρίες που ώζουν κάτω από τη γούνα
'Ανθη πλαστικά νάυλον

Γύρω μου ψυχές ανάλαφρες, κενές
Κιτρινισμένα σώματα άηχα με παγωμένο αίμα
'Αδεια βλέμματα

Καμιά φωνή δε περνά απο τσίγκινες καρδιές
Δε περνά καν το στεγνό μου λαρύγγι
Πόνος, συσσίτιο αδιανέμητο

Ζωή, κακό όνειρο
Αγωνιώδης εικόνα κυνηγημένου από εφιάλτη
Ψυχή διαταραγμένη με απουσία

Φάτνη δεν βρίσκεται πιά εύκολα από μάγους
Όνειρα χαμένα, αξίες ερμαφρόδιτες, αμφιβολία
Κόσμος ιδανικός

Καλοπέραση επίπλαστη στο νησί της Καλυψούς
Αγάπη, κήπος πατημένος βάρβαρα από ξυπόλητους
'Αμυαλος όστις κοιτάζει πίσω

Πορεία ταχιά στο επόμενο νησί, με μπουκέτα ανθών τσακισμένων
'Αμυαλος όστις μιλά γι' αυτά
Συμφέρον, η επόμενη όμορφη πύλη

Δεκέμβρης 2001

Ο Πολεμιστής Του Φωτός

Σύννεφα που περάσανε μ' αγγίξανε στα χείλη.

Ποτό γυναίκας, κόκκινο, μεθυστικό σταφύλι.

Ποιά μοίρα τάχα κρύβεται στου κόσμου τα αλώνια;

Θείος αυτός που όνομα καλό θα φέρνει αιώνια.

Φορτώθηκα της μάχης μου το σκουριασμένο δόρυ,

στα μονοπάτια τ' ουρανού εσένα ψάχνω κόρη.

Φωτιά που δεν με άγγιξες, καημός που δε πονάει.

Του Κάστρου πόρτες ανοιχτές: ο Αφέντης σας περνάει!

Όλα τα είδα μα τα μάτια μου είναι τυφλά.

Όλα τα γνώρισα και τίποτε δεν ξέρω.

Την Ιστορία που σ' αιώνια κομμάτια με χαλά

τρόπαιο Νίκης μεσ' τον κόσμο μου θα φέρω!

Πύργος που δεν γκρεμίστηκε, αυτή 'ναι η καρδιά μου!

Αϊτός που δε λαβώθηκε, πετάει στα όνειρά μου!

Οδύσσεια που τέλειωσε και μια άλλη αρχίζει,

στα μάτια του πολεμιστή το παρελθόν γυρίζει!

Εσύ που με προϋπαντείς με όμορφα τραγούδια,

το ματωμένο μου σπαθί στόλισε με λουλούδια.

Για σας, ω σκλάβοι, η κόλαση ανοίγει αγκαλιά της!

Εσείς ανήκετε εκεί! Εσείς είστε παιδιά της!
Δεκέμβρης 2001



Του συγγραφέα το όνομα δεν το γνωρίζω Είναι πάντως ένα πρόσωπο υπαρκτό

Οπότε γιατί όχι και στο blog αυτό Περισσότερα για τον Κύριο , (απ'οτι κατάλαβα)

θα τα βρείτε εδώ http://www.peri-grafis.com/index.php


ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

«Αν έχω κάποια δύναμη την οφείλω ολόκληρη στην ποίηση»


Νικόλαος αρχικά κι αργότερα, όταν ξαναβαφτίστηκε, Κωνσταντίνος, Κώστας στην προσωπική ζωή και Ντίνος στην καλλιτεχνική. Δημητριάδης κανονικά, Δημητρίου από λάθος, Χριστιανόπουλος από δική του επιλογή, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι από τους πιο γνωστούς σήμερα ποιητές και παράλληλα μία από τις πιο μυστηριώδεις, σχεδόν μυθικές, μορφές των νεοελληνικών γραμμάτων.
Μαζί με τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου και τον Γιώργο Ιωάννου, αποτελούν τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά της Θεσσαλονίκης, που εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς ως η «τριάδα των ερωτικών ποιητών» της πόλης. Έζησαν τον τελευταίο πόλεμο και τον εμφύλιο στην παιδική και εφηβική τους ηλικία κι επέλεξαν να μη στρατευθούν ποτέ. Δικό τους μέλημα, που δικαιολογεί άλλωστε και τον χαρακτηρισμό «ερωτικοί ποιητές», η έκφραση της ερωτικής τους ιδιαιτερότητας αλλά και η αλλαγή των παραδοσιακών εκφραστικών μέσων. Και οι τρεις τους θα αποτελέσουν τον πυρήνα του περιοδικού «Διαγώνιος» (1958-1983), που έχει ως ιδρυτή και διευθυντή το Ντίνο Χριστιανόπουλο. Το καλλιτεχνικό πνεύμα που καλλιέργησε η «Διαγώνιος» κι επηρέασε πολλούς νεότερους ποιητές, συνοψίζεται στα λόγια του Ασλάνογλου. «Πρώτα πρώτα ανάγκη ν’απαλλαγεί ο ποιητικός λόγος από ελαττώματα που ήταν κληρονομιά της παραδοσιακής σχολής (θεματολογία, πλατειασμοί, ρητορικά και φραστικά κλισέ, πολυλογία). Δεύτερο: φειδώ στη χρησιμοποίηση μοντέρνων εκφραστικών μέσων. Τρίτο: λαγάρισμα στην επεξεργασία του στίχου μέχρι την τελική του αποκρυστάλλωση...»(1)
Ο χαρακτηρισμός της ποίησής τους όμως ως ερωτικής κλείνει σε σχήματα και στεγανά την πολυποίκιλη ποιητική δημιουργία και την πραγματικότητα από την οποία αυτή τροφοδοτείται.
Έτσι, και για να περιοριστούμε στο Χριστιανόπουλο, μπορεί η ερωτική αναζήτηση, η συντριβή αλλά και η πρόκληση να κυριαρχούν, δεν λείπουν όμως και οι κοινωνικές προεκτάσεις, η υπαρξιακή αγωνία. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Αφού ο έρωτας τα συμπυκνώνει όλα αυτά.

Ποιος είναι λοιπόν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος;
Στον τόμο «Θεσσαλονίκην ου μ’εθέσπισεν» (εκδ. Ιανός) που περιλαμβάνει αυτοβιογραφικά κείμενα, ο ίδιος ο ποιητής μιλά για την καταγωγή του από την Χιλή (κοντά στην Κων/πολη) και την Πάνορμο (επαρχία Προύσας), καθώς και για τη γενέθλια πόλη, τη Θεσσαλονίκη «πόλη μυστηριώδης, ποτισμένη με τον μυστικισμό των Ισπανοεβραίων κατοίκων της και την ανατολίτικη αύρα των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά το 1922, πόλη συνεχούς κι αδιάλειπτης ιστορικής πορείας 2500 ετών...». Παραδέχεται ότι «τρεις γυναίκες έχουν περάσει από τη ζωή μου: η μητέρα μου, η ποίηση κι η Θεσσαλονίκη»(2). Περιγράφει τα στερημένα παιδικά χρόνια την προσπάθεια για επιβίωση, χωρίς να παραλείπει να παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, τις συμπεριφορές, τους συμβιβασμούς αλλά και τους μικρούς καθημερινούς ηρωισμούς των ανωνύμων. Αναφέρεται στη σχέση του με τη μητέρα του, καθοριστική απ’ό,τι φαίνεται και για τον ερωτικό του προσανατολισμό:«...μ’έβαζε να παίζω με τις κούκλες και μάλιστα υπό την επίβλεψή της...στην προσπάθειά της να με υποτάξει, με σφράγισε οριστικά με τη δική της σφραγίδα...».(3). Μιλά ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του και την κατακραυγή που είχε ξεσηκώσει η ποιητική του συλλογή «η εποχή των ισχνών αγελάδων» στην οποία υπάρχουν έμμεσες αλλά σαφείς αναφορές.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει στα κατηχητικά που αποτέλεσαν τον πρώτο ευρύτερο κοινωνικό του χώρο κι επηρέασαν τον χαρακτήρα του καθώς τον «όπλισαν», όπως λέει με μια ηθική που βάσισε όλη του τη ζωή και πολύ συχνά γίνεται ενοχή και στοιχειώνει τις ποιητικές του εξομολογήσεις. «Τα κατηχητικά μου προσέφεραν πολλά και ουσιαστικά πράγματα, μεταξύ των οποίων κι ένα κώδικα ηθικής, γι’αυτό κι η ηθική επανέρχεται τόσο συχνά στα γραπτά μου. Μου πρόσφεραν επίσης και μερικά κακά, αλλά τα καλά που πήρα είναι πιο πολλά...». Όσο για τον ερωτικό προσανατολισμό, ο χώρος του κατηχητικού τον ευνοούσε αφάνταστα, αφού η θρησκευτική ζωή βασιζόταν στην εγκράτεια και τη στέρηση, που οδηγούσε στην ερωτική λύσσα...»(4).
Ο ερωτικός του προσανατολισμός και ο τρόπος που τον βιώνει είναι σταθερή πηγή έμπνευσης για τον Χριστιανόπουλο. Τα συναισθήματα καλύπτουν όλο το φάσμα από την ηδονή και την τρυφερότητα μέχρι τη συντριβή και την πρόκληση χωρίς ποτέ να ολισθαίνουν στην αισθηματολογία. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός πολλές φορές, μας δείχνουν αμέσως την άλλη πλευρά και της πιο τραγικής ανθρώπινης στιγμής, λειτουργώντας σαν αντίβαρο στην συναισθηματική φόρτιση. Ο λόγος του απαλλαγμένος από κάθε είδους στολίδια, με πλήθος λαϊκά στοιχεία, σμιλεμένος μ’επιμονή γίνεται συχνά επιγραμματικός, μας διαπερνά και λειτουργεί εξαγνιστικά μες την ωμότητά του. Η συγγένεια με τον Καβάφη είναι ορατή στα ποιήματα κυρίως της πρώτης του συλλογής. Μια πιο υπόγεια σχέση φαίνεται να έχει και με το έργο του Παζολίνι.
Το ποιητικό του έργο είναι μικρό σε έκταση, ο ίδιος αποκαλύπτει ότι γράφει τρία ποιήματα το χρόνο. Κι απ’αυτό κατά καιρούς αφαιρεί κάποια ποιήματα που εκ των υστέρων απορρίπτει, ασκώντας συνεχώς στον εαυτό του την αυστηρή κι εμπεριστατωμένη κριτική που επιφυλάσσει και στους άλλους ομότεχνούς του, όπως το ποίημά του «το φακελάκι».(5) «Αν έμενα στην εξομολόγηση είναι πιθανό ότι για πολλούς θα ήμουν τουλάχιστον συμπαθής. Δυστυχώς ή ευτυχώς προχώρησα και στην κριτική», παραδέχεται σε μια ραδιοφωνική του συνομιλία με τον δημοσιογράφο Χρ.Ζαφείρη, το 1988.
Η προσφορά του όμως εκτείνεται και πέρα από την ποίηση και την κριτική, στην αρχαιλογία στη δοκιμιογραφία, στην συγγραφή πεζών, στη μουσική. Η γλώσσα του αναγνωρίσιμη, λιτή, απροσχημάτιστη, καίρια, μουσική, ακόμα και στα πεζά του κείμενα, σκάβει βαθιά μέσα του αλλά και γύρω, βγάζοντας στην επιφάνεια ό,τι τον αηδιάζει και τον πονά, χωρίς ωστόσο να καταλήγει σε μια απαισιόδοξη ή μηδενιστική αντίληψη του κόσμου.

Εκείνο που κυριαρχεί στο έργο του Χριστιανόπουλου, όπως και στη ζωή του, είναι η διαρκής αναζήτηση, η διαρκής άσκηση σε νέες φόρμες, αλλά και η επίμονη επιστροφή στα ίδια (κυρίως όσον αφορά στη θεματολογία). Κινούμενος από μιαν εσώτερη ανάγκη που αγνοεί επιδεικτικά τους νόμους της αγοράς και την «πνευματική μόδα», κατορθώνει κι επιβάλλει τις επιλογές του, ζώντας και δημιουργώντας, χρόνια τώρα, μ’ έναν τρόπο αντισυμβατικό, «ρεμπέτικο» όπως θα έλεγε κι ο ίδιος.


(1) Μέρος του αποσπάσματος που παραθέτει ο Π.Σφυρίδης στην εισήγησή του στο συνέδριο με θέμα « Η ποίηση της Θεσσαλονίκης τον 20ο αι.».Πρακτικά του συνεδρίου, Θεσ/νίκη 2003, σ.157.
(2) «Θεσσαλονίκην ου μ’ εθέσπισεν», εκδ.Ιανός, σ.σ. 258-260
(3) «Θεσσαλονίκην ου μ’ εθέσπισεν», εκδ.Ιανός σ.σ. 52, 284
(4) «Θεσσαλονίκην ου μ’εθέσπισεν», εκδ.Ιανός, σ.σ. 258-260
(5) Ντ. Χριστιανόπουλου «το επ’ εμοί», εκ. Μπιλιέτο, 1993,σ.42.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

'Ελα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.

Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,

να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος.

Να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,

να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.

Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,

για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.


ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μια φορά;

είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;


ΒΡΟΧΟΣ

Τώρα που σ' έχω διαγράψει απ' την καρδιά μου,

ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,

όλο και πιο πολύ τυραννικά.

Δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,

δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,

τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,

έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Mονόκλινο σύμπτωμα

Aπορούν κάθε φορά οι ξενοδόχοι
που ζητώ μονόκλινο δωμάτιο στην πρόσοψη.
Mε κοιτάζουν σαν ν' απαιτώ θάνατο με θέα.

Έβαλα ενέχυρο τη θάλασσα
κι είπα να κάνω φέτος διακοπές σε βουνό
μη και ξορκίσουν τα θροΐσματα τους δάσους
εκείνο το δαιμονισμένο σύνδρομο επιστροφής
που κυριεύει αυτοστιγμεί κάθε διαφυγή μου.
Aν μ' αγκαλιάσει σκέφτηκα ενός δέντρου
ο σάτυρος κορμός μπορεί και να ριζώσω.

Kαι στο βουνό τα ίδια.
Σαν να 'ταν σιδερένιο το δωμάτιο
κι ο καθαρός ανάλαφρος αέρας απέπνεε κλειδαριά.
Nα ξεκλειδώσω πάλευα με τα ηρεμιστικά μου
αλλά εκείνα ήτανε πιο άρρωστα από μένα.
Tα ίδια που έγιναν στην Πύλο
η ίδια άτακτος φυγή πρόπερσι από τη Σύρο
στην Kαλαμάτα πέρσι τρισχειρότερα
γεμάτο το τραίνο και θέλανε τα κλάματα
να πάμε πίσω στην Aθήνα με τα πόδια.
Tέτοια μανία καταδιώξεώς μου κυριεύει τους τόπους.

Nα μου λείπει η απουσία σου;
Δεν έρχεται μαζί μου την αφήνω σπίτι.
Όρος ρητός της αλλαγής να μην ακολουθήσει.

Άπληστο που είσαι Aνεξήγητο.
Tόση διαφάνεια καταπάτησες για τη διασφάλισή σου
κι έκανες θέρετρό σου τώρα
αυτό το ανεξήγητο σύμπτωμα εχθρικό μου.
Nα επιστρέφω αμέσως. Mε λεωφορείο ταξί
αν πετύχω κανένα φεγγάρι που επιστρέφει κι εκείνο
στην πιάτσα του αδειανό.

Oλέθρια συνήθεια. Όχι τίποτ' άλλο
μα αν δεν μ' αρέσει να δούμε πώς θα επιστρέψω
από τον κάτω κόσμο σου Aνεξήγητο.


Δημουλά Κική

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Κύπρος Χρυσάνθης

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ...

Ευτυχισμένος ο ποιητής που δεν ακρωτηριάστηκε

απ' την φορολογία των χειροκροτημάτων

και περπατά μέσα στο πλήθος δίχως αριθμό

απλή φωνή λαού

και χαίρεται τ' ανεπηρέαστα βλέμματα

χωρίς πληθυντικό αριθμό

απλά σαν της γιαγιάς μας τον χαιρετισμό

«ώρα καλή σου γιε μου!»


Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΜΑΣ ΑΝΑΧΩΡΕΙ

Ανάμεσα σε δυο ροδιές η Λευκωσία φιλοσοφεί

ανοίγει τις πλεξούδες της στον ήλιο

χειρονομεί στο παρελθόν η Λευκωσία

σαν ν' αποχαιρετά τον κόσμο αυτό

εκφέρει η Λευκωσία τα τελευταία φωνήεντα

στους τοίχους της μενεξεδένιας ώρας...

Αλλά τη Λευκωσία να μου αγαπάτε

όταν φορεί τα γιορτινά της

τα τελευταία της γιορτινά

και μπαίνει ανυποψίαστη στην αθανασία.

(Δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 14-15, σελ. 163)

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ

Eίναι μερικές γυναικείες φωνές που μεταπολεμικά σημάδεψαν το Ελληνικό τραγούδι, έτσι που χωρίς αυτές, κάτι θα έλειπε από τον ήχο αυτής της χώρας.
Ας θυμηθούμε ενδεικτικά: Σοφία Βέμπο, Δανάη, Μαίρη Λω, Σωτηρία Μπέλλου, Καίτη Γκρέϋ, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Αλέκα Κανελλίδου, Ελένη Βιτάλη, Πίτσα Παπαδοπούλου, Δήμητρα Γαλάνη κ.α.
Η Γαλάνη είναι το νέο είδος τραγουδίστριας. Έχει άποψη. Είναι μια σύγχρονη γυναίκα ενημερωμένη. Μιλάει ξένες γλώσσες, παίζει όργανα, μπορεί να εκφραστεί, θά'χει και video...
Άλλωστε ξεκίνησε, εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του '60 τόσο φιλόδοξα. Νεότατη και με Χατζιδάκι...
Από 'κει και πέρα, χωμένη -νεότατη επιμένω- στα γρανάζια του δισκογραφικού συστήματος, αφέθηκε στις πολύπλοκες και χαώδεις ανάγκες της δισκογραφίας, η ίδια κοιτάζοντας το πλούσιο μεροκάματο, από ξενύχτι σε ξενύχτι, ζαλισμένη από την επιτυχία και την ευκολία.
Κι εκεί τραγούδησε σημαντικά κι ασήμαντα τραγούδια, τα δεύτερα περισσότερο. Και τι δεν έχει τραγουδήσει. Τι σαβούρα, τι μελό. Και τι ερμηνείες έξοχες σ'οτιδήποτε έχει πει... Με τι πάθος και τέχνη υποστήριξε ό,τι έχει τραγουδήσει. Αυτή είναι η ιστορία του Έλληνα τραγουδιστή.
Η Δήμητρα Γαλάνη είναι μια λαϊκή (popular) τραγουδίστρια, που από την μεταπολίτευση κι ύστερα πέρασε μια έντονη προσωπική κρίση. Ωριμάζοντας, πολιτικοποιούμενη, με την ευρύτερη έννοια, άρχισε να γίνεται πιο απαιτητική με τον εαυτό της, άρχισε να βαριέται το εύκολο βραδινό μεροκάματο, σιγά-σιγά έπαψε τις βραδινές τυποποιημένες και ξενέρωτες εμφανίσεις στην Πλάκα. Μια κρίση δημιουργική.
Ο διπλός δίσκος που προκύπτει, είναι το αποτέλεσμα αυτής της κρίσης. Είναι ακόμα, οι αγάπες οι ελπίδες, οι φιλοδοξίες της Δήμητρας Γαλάνη, να, ότι ζει σαν άνθρωπος πλάι μας. Βέβαια μια τέτοια συλλογή σπουδαίων και διαφορετικών τραγουδιών, είναι ένας πύρινος κύκλος, μια δυναμική έξοδος κινδύνου, θα μπορούσε να είναι μια παγίδα.
Χατζιδάκις, Σαββόπουλος, Κηλαηδόνης, Τσιτσάνης, Ξαρχάκος, Χατζηνάσιος, Χατζηαποστόλου, Γιαννίδης, Αττίκ, Λένα Πλάτωνος, Θεοφανίδης, Παπαθανασίου, Λοΐζος... Τόσο διαφορετικά πράγματα, στηριγμένα απ'το ερμηνευτικό πάθος και της ιδέες της Δήμητρας και του Γιώργου Μακράκη του παραγωγού της, είναι γύρος θανάτου, οδηγεί στη φωτιά της βαρεμάρας. Στη μεγάλη αποτυχία.
Πιστεύω ότι η Γαλάνη αυτή τη φορά το ρίσκαρε. Πιστεύοντας ότι μια μεγάλη αποτυχία είναι προτιμότερη από τη μικρή συμβατική εμπορική επιτυχία.

Και είναι μια θριαμβευτική καλλιτεχνική επιτυχία!

Κι απ' το βάθος της καρδιάς μου, της λέω ότι καλά 'ξηγήθηκε. Ο δίσκος είναι σημαντικός, τα ετερογενή πράγματα αποκτούν νόημα συνόλου ύπαρξης, ιδιαίτερα όπου υπάρχουν οι Sphinx και ο Καπνίσης.
Η Γαλάνη μας δείχνει το εύρος του τραγουδιού μας, ανατολή και δύση. Τώρα πια η Γαλάνη είναι πρόσωπο. Υπάρχει δίπλα μας. Έχει ήθος, ξαναγεννήθηκε δημιουργικά...

Τάσος Φαληρέας
(αναδημοσίευση κριτικής για τον δίσκο ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ στο περιοδικό ΝΤΕΦΙ, τεύχος 9, Οκτώβριος - Νοέμβριος 1983)

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πώς το 16χρονο κορίτσι με την ποδιά, που συναντάει ο Δ. Μούτσης εκείνο το απόγευμα του ΄68, και του συστήνεται με τ΄ όνομα Δήμητρα Γαλάνη , θα εξελλισόταν σε μιά από τις σημαντικότερες φωνές του ελληνικού τραγουδιού. Λίγους μήνες μετά, στο ΄Ενα χαμόγελο (΄69) , το ίδιο κορίτσι παίρνει το δισκογραφικό του βάπτισμα τραγουδώντας δίπλα στον Γ. Μπιθικώτση και τον Σ. Κόκκοτα. Tο Κάποιο τραίνο σε στίχους Ν. Γκάτσου, δημιουργεί την πρώτη γέφυρα επαφής του κοινού, με την λυρικότερη τραγουδίστρια των 3 τελευταίων δεκαετιών.

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

The Don't Quit Poem

EΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ-ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

ΚΑΒΑΦΗΣ - ΙΘΑΚΗ

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ

Η τελευταία φορά που τον είδα
(Από το βιβλίο Μύθος ρεμπέτικος- Μάρκος Βαμβακάρης)

Φορούσε την κιµπάρικη φανέλα
µε τα τρία κουµπάκια.
Αριστερά, στο µέρος της καρδιάς πάνω,
είχε καρφιτσώσει το µατόχαντρο.
Παρακατούλια, το φυλαχτό.
Έτσι τον είχα φωτογραφήσει πριν χρόνια.
Είχε το ίδιο µουστάκι όπως τότες, επιδέξια ψαλιδισµένο.
Τα χείλη του αµόλυντα ως παιδίου.
Όχι µόνο.
Είχαν εκ Θεού τρυφερή, αειπάρθενη γλύκα.
Από εκείθεν είχαν ξεβγεί τόσα τραγούδια.
Με το µέγα εργαλείον φωνή,
το πριονάτο.
Το σαγόνι του, λοφάριον πουλιών.
Οι παρειές, ανατολικές πλαγιές χαϊδεµένες ήλιο.
Η µύτη του, σκάλισµα σε τέµπλο.
Φρύδια, στάχια και φρύγανα.
Μέτωπον ψιλοαυλακωµένο.
Και µαλλί κουκούλι.
Μάτια; — Εχ, τα µάτια....
Πώς να τα ταιριάξεις σε λέξεις...
Μάρτυρας η φωτογραφία. Ιδέτε τα.
Τόσα βάσανα. Τόσες πίκρες.
Αυτό το θεριό. Ήτο άγιος και πανέµορφος.
Αλλά τώρα έτι περισσότερον γηρασµένος.
Τα χέρια - τι χέρια, χερούκλες κάλλιο -
διπλωµένα στα µεριά.
Εκαθόµουνε κοντά του.
Σιωπούσαµε
και πότε παραπότε επετούσαµε καµιά κουβέντα.
Κι επέρασε ώρα πολύ .
«Νύχτωσε, Μάρκο. Να πηγαίνω σιγά σιγά».
Ξεκαρφίτσωσε το φυλαχτάρι του
και µου το έδωκε.
Το απίθωσε στη φούχτα µου.
Έµεινα εκεί. Έτσι. Με τη φούχτα ανοιχτή...
Με τα δυο του χέρια,
την έκλεισε τρυφερά.
«Καληνύχτα».
«Καλό ξηµέρωµα».
Έβρεχε όξω.
Δεν είχα λεφτά για λεωφορείο.
Το 'κοψα µε τα πόδια.
Στο νεκροταφείο πιο πάνω,
εµπήκα µέσα,
έκλεψα γαρούφαλα από πλούσιο τάφο.
Ματαγύρισα να του τα δώκω.
Δεν τόλµησα να χτυπήσω.
Του τα αφήκα στην πόρτα.
Ένα απ' τα πουλιά του ψιλολάλησε στο κλουβί.
Ποδαρόδροµο για την Κυψέλη,
υπό βροχήν.
Εκράτηγα στη δεξιά απαλάµη
το πολύτιµο φυλαχτό — το φυλαχτό του.
Ήτο η τελευταία φορά που τον είδα.

1 λήμμα-Αναστασίας Οσιομάρτυρος της Ρωμαίας.

29/10 - Αναστασίας Οσιομάρτυρος της Ρωμαίας.


Tω αυτώ μηνί KΘ΄, μνήμη της Aγίας Oσιομάρτυρος Αναστασίας της Pωμαίας.

Kάρας τομήν ήνεγκε ρώμη καρδίας,
Bλάστημα Pώμης Mάρτυς Aναστασία.
Tλή δε Aναστασίη ενάτη ξίφος εικάδι οξύ.

Αύτη ήτον κατά τους χρόνους Δεκίου1 και Bαλλεριανού των βασιλέων, και Πρόβου ηγεμόνος, εν έτει σνϛ΄ [256], καταγομένη από την μεγαλόπολιν Pώμην. Nέα δε ούσα κατά την ηλικίαν, διέτριβε μέσα εις ένα Mοναστήριον. Πιασθείσα δε και παρρησία ομολογήσασα τον Xριστόν, ραπίζεται εις το πρόσωπον. Kαι απλωθείσα επάνω εις αναμμένα κάρβουνα, δέρνεται με ραβδία. Eίτα εκρεμάσθη επάνω εις ξύλον, και εσφίγχθη με κάποιους μαγγάνους μηχανικούς και κατετρυπήθη με σιδηρά αγκυνέλα. Ύστερον δε πάλιν κρεμασθείσα, κατεξεσχίσθη εις όλον το σώμα. Mετά ταύτα έκοψαν τα βυζία της και εξερρίζωσαν τα ονύχιά της. Kαι τελευταίον απέκοψαν την αγίαν της κεφαλήν. Kαι ούτως έλαβεν η μακαρία του μαρτυρίου τον στέφανον. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής όρα εις τον Παράδεισον. Tούτον δε συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Διττάς ημίν Aναστασίας». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα.)


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Εν άλλοις δε γράφεται, ότι αύτη ήτον επί Διοκλητιανού. Διό και εν τη Mεγίστη Λαύρα ευρίσκεται και άλλο Mαρτύριον αυτής ελληνικόν, ου η αρχή· «Kατά τους καιρούς του παρανόμου και ασεβούς Διοκλητιανού του βασιλέως, και του συγκαθέδρου αυτού Bαλλεριανού».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Γ. Π. Σαββίδης

Mελετητής και καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Φιλοσοφική Aθηνών, αλλά τις συνέχισε στο King's College του Cambridge και στο Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ Φιλολογίας το 1966 με την διατριβή Oι Kαβαφικές Eκδόσεις (1891-1932). Έκτακτος αυτοτελής καθηγητής Nεότερης Eλληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από το 1966, παραιτήθηκε για λόγους ακαδημαϊκής και ηθικής τάξεως το 1971 και επανήλθε το 1974 ως τακτικός καθηγητής για άλλα εννέα χρόνια (εθελουσία έξοδος). Διετέλεσε μόνιμος επισκέπτης καθηγητής της Έδρας Nεοελληνικών Σπουδών Γιώργου Σεφέρη, Harvard University από το 1977 έως το 1984 (οικειοθελής παραίτηση).

Tα επιστημονικά του δημοσιεύματα ξεκίνησαν από το 1951, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλά έντυπα (κυρίως Tο Bήμα και Tα Nέα). Επιμελήθηκε με υποδειγματικό τρόπο εκδόσεις ποιημάτων του Σεφέρη, του Kαβάφη, του Kαρυωτάκη, του Σικελιανού, του Bαλαωρίτη και του Δαπόντε και άλλων.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

αλλα μεγαλα λογια

"Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν λεφτά και άνθρωποι που είναι πλούσιοι"
Κοκο Σανέλ

"το χρήμα δεν μιλάει , βρίζει"
Μπομπ Ντίλαν

"Γιατί περισσεύει τόσος μήνας στο τέλος των χρημάτων ;"
Τζον Μπάριμορ

"Πιστεύω ότι υπάρχει κάτι εκεί έξω που μας παρατηρεί Δυστυχώς ,είναι η κυβέρνηση!"
Γούντι Άλεν

Καραβία, Στο τρίτο λάλημα

Τόξερε
πως στο τρίτο λάλημα
θα τον αρνιόταν.
Στο κάτω-κάτω
προτιμούσε νά’ ταν ολομόναχος
την ώρα κείνη.
Προμάντευε στα μάτια των παρισταμένων
την μικρήν ικανοποίηση
μαζί με τη μικρή περιφρόνηση
που ο αρνητής έγινε όμοιός τους.
Πρόβλεπε την οργή τους
που μόνο αυτός δε θα γινόταν όμοιός τους
ποτέ.
Στο τρίτο λάλημα
ο άλλος
τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο δόξας
κι οδύνης
και δεν τον αρνήθηκε.
Τότε
για πρώτη φορά
εκείνος είδε πόσο επίπονο τού ήταν
να μοιραστεί τη θυσία.

(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 41, Μάης 1958, σελ. 286)

Λεία Χατζοπούλου-Καραβία

ΛΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ


Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε θέατρο, αγγλική και ελληνική φιλολογία, γαλλικά, ισπανικά, ρώσικα και άλλες γλώσσες. Είναι Δρ. Συγκριτικής Γραμματολογίας Σορβόννης. Έχουν εκδοθεί 40 βιβλία της: 10 συλλογές ποίησης, τα λοιπά πεζογραφία και θέατρο για ενήλικες και για νέους. Πολλά έργα της έχουν μεταφραστεί, δημοσιευθεί ή εκδοθεί σε άλλες χώρες και παιχτεί στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο ή στο θέατρο, στη χώρα μας και αλλού. Η ίδια έχει μεταφράσει έργα από διάφορες γλώσσες. Διδάσκει φιλολογικά μαθήματα και θέατρο. Διευθύνει το "Θεατρικό Εργαστήρι Νέας Σμύρνης". Συχνά συμμετέχει σε διεθνή συνέδρια. Τον Απρίλη 1996 οργάνωσε εδώ διεθνές συνέδριο θεατρολογίας, ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Θεατρικής Έρευνας στην Ελλάδα. Ακολούθησε 2ο συνέδριο στη Λέσβο (1998) και 3ο στην Αθήνα (2000). Το 2000 εκλέχτηκε Πρόεδρος του Διεθνούς FORUM Θεατρικών Συγγραφέων του I.T.I. (UNESCO).

Άνεμε σώσε

Πάνω από τούτες τις μορφές των πλατανιών εδώ,
πάνω από τούτα τα έλατα διαβαίνει ο άνεμός μου,
ο μεθυσμένος μου άνεμος, ο φωτεινός και ο άγριος!
Ρεύμα του απείρου μου έρωτα, ατίθασε παφλασμέ,
φέγγοντας με τα αιώνια σου τινάγματα τον αέρα,
κουνάς τη νύχτα ολόκληρη σα νάσαι από μυριάδες
ταύρους που κατεβαίνουνε με ορμή.

Άνεμε σώσε!
Άνεμε βοήθα να πιαστώ απ’ τα φωτεινά κλαδιά σου
ν’ ανέβω πάνω απ’ τα θολά ποτάμια! Άνεμε σώσε!
Σήκωσε κι εναπόθεσε ψηλά, πάνω απ’ το χιόνι,
το νούφαρο με τ’ άγιο φως! Γλύτωσε της καρδιάς μου
τον λυπημένο αυγερινό! Στερέωσε το πεσμένο
το άσπρο σου αυτό εξαπτέρυγο, σαν κεραυνός να σκίζει
τη νύχτα πάνω απ’ τις κορφές όλες:

«Ειρήνη! Αγάπη!»

(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 1, Χριστούγεννα 1954, σελ. 14)

Νικηφόρος Βρεττάκος

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

ΤΑΞΙΔΙ

Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα
Μας είπαν πως δεν στοχαστηκαν την παρακμή
Δεν στοχαστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα
Γιατί μέσα στην πολιτεία
είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς
γιατί μέσα στο φως το πρωινό
έσπερναν την φθορά και την αγωνία
Όσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν
ξαγρυπνούν και στοχάζονται
Όσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα
Όσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν
έχουν ελπίδες
Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς
πεθαίνουν από έκπληξη
γιατί είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δεν βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.
_
Κριτως Αθανασούλης

Σοφά Λόγια

Οι καλύτεροι εραστές είναι οι σύζυγοι που απατούν τις γυναίκες τους.
(Marilyn Monroe)

Η κυριότερη αιτία των προβλημάτων είναι οι λύσεις.
(Eric Sevaried)
Δεν μπορούμε να βλέπουμε τη ζωή πάντα απ' την καλή της πλευρά. Οι οδηγίες χρήσεως βρίσκονται στο πίσω μέρος.
(Αρκάς)

Χρειάζεσαι κάποιον να σ' αγαπάει όσο ψάχνεις να βρεις αυτόν που θ' αγαπήσεις.
(S. Delaney)


Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

Κική Δημουλά

Η Κική Δημουλά είναι ελληνίδα ποιήτρια, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Ποίησης. Γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα, όπου και ζεί. Παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η μοναξιά και ο χρόνος. Η γλώσσα της χαρακτηρίζεται από προσωποποιήσεις αφηρημένων ιδεών σε ρευστά περιγράμματα.

Βραβεία:

Τιμήθηκε το 1972 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.

Συλλογές - Κείμενα:

Έχει δημοσιεύσει τα εξής έργα :

  • Ποιήματα 1952
  • Έρεβος 1956, Στιγμή 1990
  • Ερήμην 1958, Στιγμή 1900
  • Επί τα ίχνη, Φέξης 1963, Στιγμή 1989
  • Το λίγο του κόσμου 1971, Νεφέλη 1983, Στιγμή 1900
  • Το τελευταίο σώμα μου, Κείμενα 1981, Στιγμή 1989
  • Χαίρε Ποτέ, Στιγμή 1988
  • Η εφηβεία της λήθης, Στιγμή 1994
  • Ενός λεπτού μαζί, Ίκαρος 1998
  • Ποιήματα ( Συγκεντρωτκή έκδοση ), Ίκαρος 1998
  • Ήχος Απομακρύνσεων, Ίκαρος 2001
  • Ο Φιλοπαίγμων μύθος, Ίκαρος 2004 (Ομιλία κατά την τελετή αναγόρευσής της ως μέλους της Ακαδημίας Αθηνών)
  • Εκτος σχεδίου, Ίκαρος 2005 (πεζά κείμενα)
  • Χλόη θερμοκηπίου, Ίκαρος 2005
  • Συνάντηση Γιάννης Ψυχοπαίδης, Κική Δημουλά, Ίκαρος 2007 (Ανθολογία με ζωγραφικά σχόλια του Γιάννη Ψυχοπαίδη)
  • Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, Ίκαρος

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Χαμογέλα ρε... Τι σου ζητάνε; (απόσπασμα)

Την ιστορία, αν την προσεγγίζαμε συνολικά, θα χάναμε ίσως το σημαντικότερο που θα μπορούσε να μας δώσει η μελέτη της: τη μοίρα του ανθρώπου μέσα στο ιστορικό γεγονός, στις επιλογές της εξουσίας, στη λειτουργία των ιδεολογιών... Πιστεύω πως, αν επιζητούμε από την μελέτη της ιστορίας μια κάποια ανθρωπιστική γνώση, αν δηλαδή η μελέτη της ιστορίας μπορεί να συμβάλλει στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου, αυτό, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να γίνει μόνο όταν καταφέρουμε και προσεγγίσουμε την ιστορία, όχι απλώς στο επίπεδο των γεγονότων και των εξουσιαστικών παραγόντων που δρουν μέσα σ΄ αυτήν, εξουσία, ιδεολογία, συνθήματα και λοιπά, και εν πολλοίς την καθορίζουν, αλλά όταν στη μελέτη της ιστορίας επιχειρήσουμε να ταυτιστούμε με τη μοίρα, με το όραμα, με την επιθυμία αυτού του ανεπανάληπτου όντος που λέγεται άνθρωπος, που έχει όνομα, βλέμμα, λόγο, σκέψη, συναίσθημα, αγάπες, όνειρα, επιθυμίες. Είναι δηλαδή ο άνθρωπος, ο καθένας, ο ξεχωριστός και ανεπανάληπτος, όσο ταπεινός και στερημένος κι αν φαίνεται, ένας κόσμος ολόκληρος...Αντόνιο, στάσου, υπάρχουν και τα λουλούδια, τα φυτά, τα ζώα...Δε μιλώ για τον άνθρωπο στη σχέση του με τη φύση, αλλά για τον άνθρωπο ως κοινωνικό ον...Αντώνιο, νομίζω πως μαζί πάνε αυτά. Αν, π.χ. την ιστορία τη συλλαμβάνουμε ως πορεία του πολιτισμού μας, δεν μπορούμε παρά να συλλαμβάνουμε αυτή την ενότητα, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι ένα μικρό μόριο της φύσης...Σωστά, αλλά μιλάω απλώς για την ιστορία όπως γράφεται. Μόνο λοιπόν όταν μπορέσουμε να συλλάβουμε την ιστορία σαν πολυκύμαντη κίνηση κόσμων ολόκληρων, όπως είναι ο κάθε άνθρωπος, σαν πολυκύμαντη κίνηση από γαλαξίες ανθρώπινων ιστοριών, μόνο όταν θα μπορέσουμε να καταξιώσουμε στη συνείδησή μας το άτομο ως τον πρωτογενή παράγοντα του πολιτισμού, που η ενότητά του με τους άλλους ανθρώπους επιτρέπει την παραγωγή και την εξέλιξη του, τότε ίσως θα μπορέσουμε να αναγνώσουμε τη σκοπιμότητα και την αναγκαιότητα του ιστορικού γεγονότος, των επιλογών και των ιδεολογιών... Όταν δηλαδή ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το γεγονός για τον Γιώργο, για την Ελένη, για τον Γιάννη, για τη Ρηνιώ... Όταν δηλαδή δεν αποσπούμε καμιά στιγμή μέσα στην πάλη για την πραγμάτωση του ανθρωπιστικού μας σκοπού, από τη συγκεκριμένη υπεράσπιση της ζωής του κάθε ανθρώπου... Σκεφτείτε κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ΄ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση... Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ΄ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση "εκατό χιλιάδες νεκροί" ή "ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας"... Αν μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του, να τον νιώσει ως εαυτόν... Ζήσαμε την ομορφιά των πιο γενναιόδωρων ιδεολογιών και χάσαμε τον άνθρωπο μέσα στον ουμανισμό τους... Δεν μπορούμε πια ν΄ αποδεχτούμε τη μακιαβελική αντίληψη της ιστορίας ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, γιατί εμείς ξέρουμε πια ότι και ο πιο γενναιόδωρος ανθρωπιστικός σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά αντίθετα προδίδεται απ΄ αυτά. Είναι οδυνηρά βιωμένο ιστορικά ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε καμιά κατεύθυνση ανθρώπινου πολιτισμού, όταν δεν επαγρυπνούμε και δεν υπερασπιζόμαστε αδιάλλακτα την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, την ατομική ελευθερία του ανθρώπου, το σεβασμό της ιδιαιτερότητάς του, τις διαφορετικές φιλοσοφικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές του πεποιθήσεις, αν δε διασφαλίζουμε σε κάθε βήμα και σε κάθε στιγμή τις διαδικασίες εκείνες που θα επιτρέπουν την εκρηκτική άνθιση της προσωπικότητας του ατόμου, την ελεύθερη ανάπτυξη αυτού του ιδιαίτερου και μοναδικού κόσμου που είναι ο καθένας από μας... Έχει δικαιολογηθεί τόση βία και τόση βαρβαρότητα εν ονόματι των ανθρωπιστικών ιδανικών και των απελευθερωτικών επαναστάσεων, ώστε δεν έχουμε πια το δικαίωμα της συγγνωστής πλάνης, δεν μπορούμε να μιλάμε για σύνολα και αριθμούς, αλλά να αναζητούμε, να εξετάζουμε κάθε φορά τη "μοίρα" του ατόμου μέσα στο ιστορικό γεγονός... Διαφορετικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανθρώπινο πολιτισμό, για τη δυνατότητα ανανέωσης και εξέλιξής του... Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε μια κοινωνία που θα βιώνει τον πολιτισμό του ανθρώπου, όπου δε θα υπάρχει η έννοια του λάθους, όπου ιδανικό της θα είναι η ομοιομορφία και όχι η διαφορά, γιατί τότε θα βρεθούμε σε μια κοινωνία όπου η έννοια του διανοείσθαι, αυτή η κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιαιτερότητα μέσα στο φυσικό κόσμο, θα καταργηθεί και θα αντικατασταθεί από τη λειτουργία του ενστίκτου... Η γενιά μας, αγαπητέ μου, εβίωσε με το δραματικότερο τρόπο τους εφιαλτικούς κύκλους της ιστορίας, αυτού του Καιάδα των ανθρώπινων συναισθημάτων, όπου οι δήμιοι μετατρέπονταν σε θύματα και τα θύματα σε δήμιους... Έτσι ώστε κάθε βήμα στη βελτίωση των υλικών όρων ζωής του ανθρώπου έχει τόσο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, οδύνη, δυστυχία και διάψευση, ώστε να καταντά απάνθρωπο...


Χρόνης Μίσσιος


Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (απόσπασμα)

Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε λύπη. Μου λέει, που θα πας τώρα, ρε Φάνη - εγώ μια ζωή το ίδιο ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λεω, σοβαρά μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι μέσα στη νύχτα, σε κηνυγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν, δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα... Τον κοίταξα. Έπρεπε να τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα στην παραδοχή της λύπης, ήμουνα χαμένος, γιατί τα αντικειμενικά στοιχεία, όπως τα περιέγραφε ο γιατρός, ήτανε σωστά. Όμως είχα ανάγκη να υπερασπιστώ τη ζωή μου, την ουσία της, απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό μου. Σοβαρά, του λέω, γιατρέ εμένα λυπάσαι; Τα έχασε ελαφρώς. Ήταν πολύ καλός και γλυκός άνθρωπος, αλλά και παλικάρι, για να δεχτεί να κρύψει έναν παράνομο σε μια στιγμή που ούτε η μάνα σου, που λέει ο λόγος, δε σ΄ έβαζε μέσα. Όπου το ραδιόφωνο ούρλιαζε ημερήσιες διαταγές, "Πας όστις φιλοξενεί άτομον μη δηλωμένον εις τας Αστυνομικάς Αρχάς, θα παραπέμπεται εις το έκτακτον στροτοδικείον..." Κοίτα να δεις, του λέω, εγώ κρατάω τη ζωή μου και τη μοίρα μου στα χέρια μου, οι επιλογές είναι δικές μου, όποτε θέλω, περνάω στη δική σου θέση. Αν τώρα κάνω ένα τηλεφώνημα στην ασφάλεια και τους πω ότι παύω να ασχολούμαι με την πολιτική, χωρίς να αποκηρύξω τίποτα και κανέναν, αύριο θα περπατώ και εγώ "ελεύθερα" και "ακίνδυνα" όπως εσύ... Εσύ μπορείς να περάσεις στη δική μου θέση; Να τα παρατήσεις όλα, λεφτά, καριέρα, οικογένεια, σπίτια, να δεθείς μ΄ ένα όνειρο και να το κυνηγήσεις, ν΄ αγαπήσεις με πάθος τους ανθρώπους και την ελευθερία τους, να μπεις στην καρδιά της εποχής σου, και από απλός θεατής να γίνεις δημιουργός της ιστορίας; Και, να σου πω και κάτι ακόμα: είμαστε συνομήλικοι. Αν δεχτούμε ότι αυτό που λέμε ζωή δεν είναι να υπάρχεις σαν δέντρο, δηλαδή να υπάρχεις μονάχα βιολογικά - δεν ξέρω αν χρησιμοποιώ και σωστά τους όρους, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω - δηλαδή αν τη ζωή μπορούμε να τη μετράμε απλώς με την παραγωγή κάποιων αγαθών και κάποιων υπηρεσιών και με το να καταναλώνουμε κάποια αγαθά και κάποιες υπηρεσίες, τότε πιστεύω πως η ζωή δε θα ΄ταν τίποτα άλλο, παρά μια απέραντη πλήξη. Νομίζω πως αυτό που ονομάζουμε ζωή μετριέται μονάχα με τα συναισθήματα που νιώθουμε σαν άνθρωποι, τις συγκινήσεις, τις πίκρες, τις χαρές, τις μικρές ευτυχίες, τις μικρές δυστυχίες, την επιβεβαίωση, τελικά, της ανθρώπινης ουσίας μας. Πόσες φορές στη ζωή σου ένιωσες έντονα συναισθήματα και συγκινήσεις, γιατρέ; Όταν πήρες το πτυχίο σου, όταν ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου, όταν έκανες καριέρα, όταν γεννήθηκε η κορούλα σου... Γύρω από αυτά κλείνει ο κύκλος. Εγώ ,τα ίδια χρόνια, έζησα τόσα συμπυκνωμένα συναισθήματα, τόσο έντονα, που εσύ ούτε σε εκατό χρόνια της δικής σου ζωής δεν μπορείς να τα ζήσεις. Πόσες φορές έπαιξα με το θάνατο, όχι για παιχνίδι, γιατί τότε θα μπορούσα απλώς να κάνω ένα επικίνδυνο νούμερο στο τσίρκο, αλλά συνεπαρμένος από τους μύθους μου, από τα οράματά μου, από την αγάπη μου για τη ζωή, για τον άνθρωπο και τη λευτεριά του. Πόσες φορές τόλμησα, μετρήθηκα με φοβερούς μηχανισμούς, άλλοτε νικώντας, άλλοτε χάνοντας, αλλά πάντοτε νιώθοντας άνθρωπος και ποτέ αντικείμενο κάποιας μοίρας. Ακόμα, γιατρέ μου, σε σχέση με σένα είμαι πολύ νέος, και να σου πω γιατί; Πράγματα που για σένα θεωρούνται δεδομένα και τα περνάς αδιάφορα, για μένα είναι μικρές και μεγάλες ευτυχίες. Τα θαύματα του κόσμου, που λένε, η όρασή μου με εφήβεια έκπληξη τα ζει και με γεμίζει συναισθήματα. Είμαι βέβαιος πως ένας περίπατος τη νύχτα στους έρημους δρόμους της πόλης, είναι για σένα κάτι πολύ συνηθισμένο, αν όχι βαρετό. Ένας περίπατος στος δάσος, ο θόρυβος της θάλασσας, ένα όμορφο δέντρο, ένα λουλούδι, το κρασί, ο έρωτας... Η επαφή σου με τα πράγματα είναι τυπική, δεν τα πλουτίζεις, δε σε πλουτίζουν, τα ξεπερνάς, δεν τα ζεις. Για μένα, κάθε πρωινό είναι μια έκπληξη, κάθε δειλινό μια νοσταλγία, κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο, ένα ποτήρι κρασί, ένα φιλί. Αλήθεια, ποιες είναι οι επιθυμίες σου, γιατρέ; Είσαι "πετυχημένος", ο,τι επιθυμείς το έχεις, είσαι κορεσμένος άρα γέρος, γιατί ταυτόχρονα δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς όλ΄ αυτά. Είσαι ταξινομημένος, δεν μπορείς να πετάξεις, να μπεις στον δρόμο των συναισθημάτων, της φαντασίας , του ονείρου, της επιθυμίας, μιας νέας επαφής σου με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Κοίτα, ψάξε λίγο, ο δρόμος σου είναι ο δρόμος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αντικείμαενο με βιολογικές ανάγκες... Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος. Δε θύμωσε, δεν μου είπε ότι λέω μαλακίες. Μ΄ αγκάλιασε, μου είπε πως είμαστε περίεργοι άνθρωποι αλλά ωραίοι. Με φιλήσε, μου έβαλε και δέκα χιλιάρικα στην τσέπη -μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή- και έφυγα. Το ξέρω πως είπα μεγάλα λόγια γιατί, παρ΄ όλα αυτά, είμαι ένθετος, τοποθετημένος και ταξινομημένος σε άλλους μηχανισμούς, σε μιαν άλλη λογική, σε μιαν άλλη τάξη πραγμάτων.


Χρόνης Μίσσιος