Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

IRISH DANCE

Ο κλέφτης

Ο τύπος έβλεπε τηλεόραση (εξ ού και οι θόρυβοι) κάποια πορνοταινία και συγχρόνως έπαιζε το πουλί του, στο χέρι πρέπει να το είχε και το τρομπάριζε, δεν φαινόταν απο εκεί που στεκόταν. Κρύος ιδρώτας την περιέλουσε, να τρέξει στη κουζίνα ήθελε που είχε αφήσει το κινητό της, να πάρει το 100 και συγχρόνως κύτταζε το χέρι του άντρα να το παίζει. Κατέβηκε σιγά-σιγά όλα τα σκαλιά, έτσι κι αλλιώς η μοκέττα έπνιγε τα βήματά της..απαλά τοίχο-τοίχο κατευθύνθηκε πρός τη κουζίνα..με το ένα μάτι της να κυττάει τον άντρα απο το πλάϊ..θεέ μου τι μακριά που ήταν η πούτσα του, μακριά και λεπτή, της ήρθε να βάλει το χερι στην κυλόττα της, κρατήθηκε, περιπλανήθηκε η ματιά της στη τσόντα όπου 3 νέγροι κουτούπωναν μία ξανθιά..

Χώθηκε στη κουζίνα, άρπαξε το κινητό και σχημάτισε τον αριθμό της αστυνομίας..μόλις είπε δύο κουβέντες, ένα μαύρο χέρι της το άρπαξε και συγχρόνως την έσπρωξε πρός τον τοίχο..τσίριξε και κατόρθωσε να ξεφύγει πρός τις σκάλες.. την κυνήγησε..θέε μου. θεέ μου να ξεφύγει.

Ευτυχώς μπουρδουκλώθηκε στο παντελόνι του, με νεύρα και βρίζοντας το έβγαλε στο λεπτό και γυμνός και καυλωμένος την πέτυχε στο 5ο σκαλοπάτι, την άρπαξε απο τη νυχτικιά και της την κατέβασε σκίζοντάς την μέχρι κάτω. Η κοπέλλα παραπάτησε και έπεσε πάνω στα σκαλιά. Ο άνδρας σφύριξε όταν τα γυμνά και στρουμπουλά της καπούλια ξεπρόβαλαν απο το κυλοτάκι της, το οποίο απο το τράβηγμα της είχε μπεί μέσα, τσάφ έβαλε τις παλάμες του απο κάτω, την βούτυξε απο τα βυζιά και την ακινητοποίησε. Βίαια την σήκωσε ώστε να γονατίσει πάνω στα σκαλοπάτια, στάθηκε πίσω της και της ζύμωσε ξανά τις ρώγες ενώ της δάγκωνε το σβέρκο… Ανατριχίλες άρχισαν να τη ζώνουν, απο την καύλα ή το φόβο, δεν ήξερε ακόμη. Εν τούτοις τσίριξε “βοηθεια, βοήθεια”!

Κόλλησε το πέος του πάνω στα καπούλια της, το χέρι του το ένα κινήθηκε πρός το λαιμό της, της ψιθύρισε στ’ αυτί .” αν ξαναφωνάξεις..θα σε πνίξω”, άρχισε να τον τρίβει πάνω της, η γλώσσα του μπήκε στο αυτί της.. πόσο την καύλωνε αυτό.. αχ νάξερε..τα χέρια της ανοιγόκλειναν.. κοντανάσαινε ενώ ο κλέφτης συνέχιζε να τη μπατσίζει με το πέος του..μέχρι πού κλάκ με μία σπρωξιά την έρριξε μπρούμυτα στα σκαλιά και της τον έχωσε ολόκληρο στο πουλί, έφτασε μέχρι τη μήτρα της και γύρευε να μπεί και μέσα.

”Τι σκρόφα που είσαι, εχεις καυλώσει μόνο με την ιδέα ότι ένας άγνωστος διαρρήκτης σου ξεσκίζει τη τρύπα. Κουφάλα θα σε κάνω, μπρός πίσω μωρή άμα τελειώσω..θα σέρνεσαι. Θα παρακαλάς. Θα σε γυμνάσω εγώ καλά.” Και πράγματι, για τις επόμενες ώρες τον είχε μπάσει-βγάλει πολλές φορές σε όλες της τις τρύπες. Πρώτα στο στόμα για να γλυστράει και μετά πότε στη μία, πότε στην άλλη.

Το πρωϊ της Κυριακής τους βρήκε αγκαλιασμένους πάνω στο χαλί της κρεββατοκάμαρας. Βρώμικους, ιδρωμένους αλλά ευτυχισμένους. Απαλά του χαϊδεψε τα μαλλιά και σηκώθηκε. Εκανε ένα ντούς γιατί κολλούσε ολόκληρη απο σπέρμα και κατέβηκε κάτω να φτιάξει προωινό και για τους δυό τους.

Αλλη μία φαντασίωσή της είχε πραγματοποιηθεί.

Τετράδια ηδονής

Fantasy sexy world for ADULTS ONLY 18+

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ 'ΡΘΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΄ΧΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Ο θάνατος θα ΄ρθει, και θα ΄χει τα μάτια σου-

ο θάνατος που ΄ναι μαζί μας

απ΄το πρωί ως το βράδι, άγρυπνος,

άφωνος σαν παλιά τύψη

ή κάποιο ανόητο πάθος . Τα μάτια σου

θα ΄ναι μιά μάταιη λέξη,

μια πνιγμένη κραυγή, μια σιωπή .

Σαν κι αυτή που κάθε πρωί

βλέπεις, όταν σκύβεις μόνη σου

πάνω απ΄τον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,

εκείνη τη μέρα που κι οι δυο θα μάθουμε

πως είσαι ζωή και τίποτα.



Ο θάνατος έχει ένα βλέμμα για όλους.

Ο θάνατος θα ΄ρθει, και θα ΄χει τα μάτια σου.

Θα ΄ναι σα να παρατάς ένα πάθος,

σα να βλέπεις ένα πεθαμένο πρόσωπο

ν΄αναδύεται απ΄τον καθρέφτη,

σα ν΄ακούς χείλια κλειστά να μιλούν .

Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.


ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ
πηγή
http://www.angelfire.com/stars/parapono/textindex.htm

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

με απλή ελληνική γλώσσα







Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

handmake







Klaudia Delmer

Η Klaudia Delmer γεννήθηκε στην Βαρσοβία από πατέρα Ιταλό και μητέρα Πολωνέζα αλλά μεγάλωσε στην Ισπανία. Από μικρή λάτρευε το φλαμένκο. Ξεκίνησε μάλιστα να χορεύει από τα παιδικά της χρονιά. Η σχέση της με το φλαμένκο συνεχίστηκε και κατά την παραμονή της στην Αμερική.

Έτσι μόλις τελείωσε το λύκειο, η Klaudia Delmer έφυγε για σπουδές στη Νέα Υόρκη όπου και έμεινε εκεί για τα επόμενα πέντε χρόνια. Πήρε το Bachelor of Music (Β.Μ.) με ειδικότητα στο τραγούδι, από το Mannes College of Music του Μανχάταν και ταυτόχρονα έκανε μαθήματα υποκριτικής στο ΗΒ Studios. Σημαντική είναι η συμμετοχή της σε σε master class της Victoria de los Angeles, του Franco Corelli και του Κώστα Πασχάλη. Έχει κερδίσει τον διαγωνισμό τραγουδιού Rosa Ponselle στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης και τον διαγωνισμό Koussevitsky.

Πριν ακόμη ακολουθήσει σπουδές κλασσικής μουσικής, είχε έντονο ενδιαφέρον για παραδοσιακές μουσικές διαφόρων χωρών και πιο συγκεκριμένα των χωρών της Μεσογείου. Μέσα στα ακούσματά της ήταν και η ελληνική μουσική, πράγμα που την ώθησε να γνωρίσει την Ελλάδα και την κουλτούρα της από κοντά.
Ο πρώτος της προσωπικός δίσκος με τίτλο Ainola κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2001 και περιέχει τραγούδια στα Ελληνικά, Ιταλικά και Ισπανικά.

Η Klaudia Delmer έχει τραγουδήσει :
Όπερα: Τον Orfeo στο "Orfeo ed Euridice" του Gluck, τον Paride στο "Paride ed Elena" του Gluck, την νύμφη στο "Daphne" του Marco da Gagliano, την Dido στο "Dido and Aeneas" τον Purcell, την Cornelia αλλά και τον Sesto στο "Julius Ceasar" τον Handel, την Lola στην "Cavaleria Rusticana" του Mascagni, την Berta στον "Barbiere di Seviglia" του Rossini, την Olga στο "Eugene Oniegin" του Tchaikovsky και την Clarina στο "Il campanello di notte" του Donizzetti.
Musίcal: Την Dulcinea στο "Μan of la Mancha".
Έργα για φωνή και ορχήστρα: "Shehrazade" του Ravel, "Εl amor brujo" του de Falla, "Άξιον Εστί" του Θεοδωράκη, "Les nuits d' ete" του Berlioz.

Επίσης έχει δώσει πολλά ρεσιτάλ τραγουδιού.
Στην Ελλάδα έχει εμφανιστεί στη Λυρική Σκηνή σε όπερες και μιούζικαλ με σκηνοθέτες τους: Γιάννη Καραχισαρίδη, Χριστόφορο Χριστοφή, Βασίλη Νικολαϊδη. Έχει συνεργαστεί με την Συμφωνική Ορχήστρα και την Ορχήστρα Σύγχρονης μουσικής της ΕΡΤ και με το Σύνολο Σύγχρονης Μουσικής του Θεόδωρου Αντωνίου.
'Εχει συμμετάσχει στους δίσκους: "1922, From Asia to Europe" του Μιχάλη Νικολούδη (1999), "Gypsies Bar" (1999), "Τα πιο μεγάλα πράγματα τα έζησα μικρός" του Γ. Αλουπογιάννη & 4 Εποχών (2000), "Γράμματα στην πατρίδα" των Nor Dar (2000).
Στον κινηματογράφο έπαιξε στην ταινία της Δήμητρας Αράπογλου "Ο παράδεισος είναι προσωπική υπόθεση" και στην καινούρια ταινία του Παντελή Βούλγαρη.


Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

Nusrat Fateh Ali Khan

Η μεγαλύτερη φωνή σε όλη την ινδική χερσόνησο
Ο "Παβαρότι" των Σούφι του Πακιστάν και της Ινδίας
Ο μουσικός που λατρεύτηκε από τον κόσμο με μιαν αγάπη
που είχε κάτι το θρησκευτικό Πάθος μαζί και σεβασμό

Γεννημένος το 1948, στην σημερινή Φάιζαλμπαντ του Πακιστάν, σε μια
οικογένεια καταξιωμένων μουσικών "καβαλί", με καταγωγή από το Αφγανιστάν,
ο Νουσράτ Φατέ Αλί Καν μυήθηκε από τον πατέρα και το θείο του μέσα από μια
διαδικασία που διατηρεί σχεδόν ανέπαφο το μυστικό χαρακτήρα της,
στην φιλοσοφία των Σούφι όπως και στη μουσική, η οποία αποτελεί
απαραίτητο συστατικό κάθε τελετουργικού

Πέρα από την εκπληκτική φωνή του, ο Νουσάρτ υπήρξε προικισμένος συνθέτης
όχι μόνο παραδοσιακού τύπου τραγουδιών "καβαλί" αλλά και σύγχρονων

πηγη: περιοδικο passport

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008

Θάλασσα

Στίχοι: Ζαμπέλ Χράντ Ασσαντούρ

Μες στη σιωπή της σκοτεινής
της νύχτας βυθισμένη,
και δίπλα εις το παράθυρο
πικρά ονειροπολώ,
η θάλασσα ατελείωτη
μακριά μου είν' απλωμένη,
και το κύμα, το φλοίσβημα
γροικώ δεν το γροικώ.

Κι όμως το νιώθω το νερό
που αμίλητο κυλάει,
γι' ακρογιαλιές ατέρμαντες
στου απείρου την ψυχή,
τα κρύφια τα παφλάσματα
που μέσα του κρατάει,
και τη βαθιά, τα σπλάχνα του,
που δέρνει ταραχή.

Και στην ψυχή μου ανέλπιδα
τα μάτια μου βυθίζω,
παράξενα της θάλασσας,
που μοιάζει, της βαθιάς,
και ψιθυρίζω, ωχ, θάλασσα
γλυκιά σε μακαρίζω,
που τον αγέρα ελεύθερα
σαν σε τραβά ακολουθάς.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

Νότης Μαυρούδης



σχόλιο

Γεια σας.

Παίρνοντας αφορμή από μια συζήτηση που

είχα πρόσφατα , θέλω να σχολιάσω και να

εκφράσω σύγχρονος την άποψη μου

Βλέποντας κάποιος την μουσική που ακούω

(ρεμπέτικα, τζαζ ,λαϊκά ,έντεχνο ,αραβικά ,κλασική)

καταλαβαίνει ότι είμαι ένα άτομο που δεν ξέρω

τι θέλω , ψάχνοντας την ταυτότητα μου.

Πάνω σε αυτό το «πιστεύω» κάποιων λοιπόν

θέλω να πω τα εξής

Η μουσική. Οι μουσικές. Για μένα είναι ένα

Τι μπορεί να διαχωρίσει τις νότες πέρα από

αυτό που ακούω ;

Αυτό που γαργαλάει τα αυτιά μου κάνοντας με

κάποιες φορές να γελάω και κάποιες να κλαίω

Η μουσική είναι μια , αρκεί να ξέρεις να ακούς

αυτά που σου αρέσουν κι όχι αυτά που κάποιοι

θέλουν να «αρέσουν».

Καλά να περνάτε.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Boross Lajos and ...

Ανδρέας Βουτσινάς

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - "Ελευθεροτυπία"

Ο Ανδρέας Βουτσινάς δεν το βάζει κάτω. Με το μπαστούνι του κινείται ανάμεσα σε Παρίσι και Θεσσαλονίκη

«Το πρωί χαίρομαι που δεν έχω να κάνω τίποτα. Φτιάχνω φανταστικούς διαλόγους με τον εαυτό μου. Συνήθεια που την είχα από μικρός. Κατασκεύαζα παραμύθια και τα έλεγα φωναχτά. Επειτα έχω το σκυλί μου. Μικρό αλλά θαυματουργό. Οταν κάποτε στην Ιρλανδία είδα αυτούς τους δίμετρους γεροδεμένους ανθρακωρύχους να έχουν στον ώμο τους από ένα Γιόρκσαϊρ, τα έχασα. "Μα είναι αυτοί οι άντρες γκέι;" σκέφτηκα. Και όμως αυτά τα σκυλιά έχουν τόσο αυξημένη την αίσθηση ακοής που εκεί κάτω στις στοές, αν κάτι τρίξει επικίνδυνα, αλαφιάζονται και ειδοποιούν έγκαιρα τους ανθρώπους. Η τηλεόραση, όσο σιχαμερή κι αν είναι, μένει ώρες ανοιχτή. Οταν μπουχτίζω από αηδία βαράω μία στο κουμπί».
-
«Η μοναξιά είναι ο μεγάλος μου φίλος. Δεν έχω παράπονα ούτε γκρίνιες ούτε θυμούς. Η ζωή για μένα δεν είναι το χθες ή το αύριο, αλλά το τώρα. Αγαπώ τους ηθοποιούς, τη γυναίκα, δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι το ΚΘΒΕ μου πρόσφερε την πρώτη μου Επίδαυρο».

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Διά χειρός Νικολόπουλου

τελευταίος εν δράσει κλασικός λαϊκός σύνθετης αφήνει τις μουσικές σκηνές και στήνει δυνατό πάλκο στο ιστορικό στέκι της Πλάκας.
Eίχαμε καιρό να δούμε τον Χρήστο Νικολόπουλο να ρίχνει πενιές μπροστά σε μερακλωμένο πελάτη που φέρνει ζεϊμπέκικες βόλτες. Η πιο συναυλιακή κατάσταση έχει σαφώς την ομορφιά της, αλλά -πώς να το κάνουμε- το λαϊκό τραγούδι θέλει την πίστα και το χορό του, θέλει το τσούγκρισμα και το μεζέ του. Κυρίως, όμως, θέλει την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε στέκι. Και το «Περιβόλι» είναι, πριν απ' όλα, αυτό! Στέκι με μακρόχρονη ιστορία, κλασικά ονόματα στο πάλκο και τον καλλιτεχνικό και τον πολιτικό κόσμο να παρελαύνει απ' τη σάλα του. Η λευκή ρουστίκ αίθουσα είναι εγγύηση το χειμώνα γι' αυτούς που θέλουν να «θερμανθούν» με αυθεντική παλιά Ελλάδα.
Φέτος, μια σειρά από φωτογραφίες στους τοίχους «συνδέει» τον Τσιτσάνη με τον Θεοδωράκη αλλά και τον -νεαρό- Νικολόπουλο. Ο συνθέτης έστησε μια δυνατή ορχήστρα με ικανότατες φωνές: πρώτη αντρική ο Ηλίας Μακρής, ο οποίος διαθέτει αρετές που σαν να μας φέρνουν στο νου το βάθος του Στέλιου καθώς και τις ξύλινες δονήσεις του σερ Μπιθί - και ήταν ωραίο που, πέρα από το ρεπερτόριο του μετρ, τον ακούσαμε και σε κομμάτια όπως η «Πριγκιπέσα» του Μάλαμα ή το «Νύχτα ονειρομάνα» του Ζαμπέτα.
Η κύρια γυναικεία φωνή είναι της Σοφίας Παπάζογλου: μια ερμηνεύτρια από τις πιο σωστές που διαθέτει η λαϊκή σκηνή, εγγύηση για ένα πρόγραμμα αξιώσεων. Όμως και τα δύο νέα παιδιά που επέλεξε ο Χρήστος Νικολόπουλος, η Ιωάννα Ρόδου και ο Γιώργος Αιγιώτης, είναι εξαίρετα.
Το ρεπερτόριο του Νικολόπουλου ανεξάντλητο (αναφέρουμε ενδεικτικά: «Φούμα φούμα», «Νύχτα στάσου», «Ζήλια μου», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Υπάρχω», «Αγριολούλουδο», «Κάτω απ' το πουκάμισό μου», «Παίξε Χρήστο επειγόντως», «Η διαθήκη», «Νταλίκες» κ.ο.κ.). Διανθίζεται όμως από Τσιτσάνη, Ζαμπέτα, Λοΐζο - και γενικά απ' όλους τους μεγάλους συνθέτες. Στην πρεμιέρα, απολαύσαμε και τον «Πρόεδρο» στην πίστα (Λευτέρης Παπαδόπουλος) να μας τραγουδά Παπαϊωάννου: «Πριν το χάραμα μονάχος».
Στην ατμόσφαιρα υπάρχει παλμός, η παρουσία του συνθέτη λειτουργεί καταλυτικά, η ορχήστρα κυλάει ρολόι, οι φωνές ζωντανεύουν τα αισθήματα, ανάμεσα στα τραπέζια γίνονται ευχάριστα συναπαντήματα (είπαμε, το μαγαζί είναι στέκι) και συχνά στους χορούς ξεχωρίζουν ταλαντούχα κορμιά.
Στην δεκαετία του ΄60 που ανδρώνεται, κυριαρχούν τα Μακεδονίτικα του τόπου του, και τα λαϊκά του Καζαντζίδη. Από μικρός φανερώνει την μουσική του κλίση, και με πείσμα καταφέρνει να μάθει μπουζούκι, μελετώντας ώρες μόνος του, αυτοδίδακτος στην ουσία. Σαν «μπουζουξής» θα μπεί και στο επάγγελμα, τελειώνοντας το «πανεπιστήμιο» των πανηγυριών και των λαϊκών συγκροτημάτων. Στην Αθήνα κατεβαίνει το ΄63 για να βρεθεί δυό χρόνια μετά, το ΄65, να παίζει στο πλευρό του Σ. Καζαντζίδη.

Στο πλευρό του Καζαντζίδη, θά μείνει ως την οριστική αποχώρηση του τραγουδιστή από τις πίστες το ΄66. Ακολουθούν συνεργασίες σε μαγαζιά με τα σημαντικότερα ονόματα, από την Π. Πάνου και την Μαρινέλλα, τον Βοσκόπουλο και τον Μπιθικώτση, αλλά και τον Μ. Χιώτη ως και τον Σ. Παγιουμτζή.

Αυτά τα πρώτα χρόνια συνεργάζεται με τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής σε δισκογραφήσεις τραγουδιών τους, μαθητεύοντας αλλά και καταθέτοντας την δεξιοτεχνική του ικανότητα στο μπουζούκι, που σαν όργανο, έχει πιά περίοπτη θέση στις ορχήστρες. Το να δουλεύει με τον Μ. Θεοδωράκη, τον Μ. Λοΐζο, τον Γ. Ζαμπέτα, τον Χ. Λεοντή και τον Δ. Μούτση, αλλά και με θρύλους όπως ο Β. Τσιτσάνης ή στις τελευταίες ηχογραφήσεις του Μ. Βαμβακάρη, εκπαιδεύεται οξύνοντας την συνθετική του ικανότητα.

Τα πρώτα τραγούδια θα έρθουν τέλη του ΄60, με το «Νυχτερίδες κι αράχνες» τραγουδισμένο από τον Σ. Καζαντζίδη το ΄69, να ξαφνιάζει. Θα ακολουθήσουν τραγούδια κλασσικά πιά, παρότι της πρώιμης περιόδου, όπως «Στο Σταυροδρόμι» με τον Π. Γαβαλά, ή το «Νύχτα στάσου» σε στίχους Πυθαγόρα το ‘72 με τη Λ. Διαμάντη. Το 1975, σημαδεύεται από την συνεργασία με τον Σ. Καζαντζίδη στο «Υπάρχω», από τις καλύτερες στιγμές του τραγουδιστή και οριακή για την εξέλιξη του Χ. Νικολόπουλου.

Ο Χ. Νικολόπουλος βιωματικός γνώστης των λαϊκών δρόμων, ξεδιπλώνει σαν συνθέτης μιά μελωδική πτυχή, που κουβαλάει αφομοιωμένο όλο το παρελθόν του λαϊκού τραγουδιού, με απόηχους του ρεμπέτικου, και μιά λιτότητα στην απόδοση του «καημού» χωρίς αστικούς εξευγενισμούς.

Η δεκαετία του ΄80, ειναι αυτή που απογειώνει την δημιουργικότητά του και συνηγορεί στην αποδοχή του, απ’όλους ανεξαιρέτως, ως του σημαντικότερου λαϊκού συνθέτη. Με τον
Μ. Ρασούλη στους στίχους, σε δουλειές όπως «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε... » (΄81) , και το «Παίξε Χρήστο επειγόντως» (΄82) , το τραγούδι συναντάει το γλεντζέδικο στοιχείο του, ξαναβρίσκοντας την αμεσότητά του. Ζεϊμπέκικα όπως «Οι Νταλίκες», αποκαθιστούν την «τιμή» του παλιού, στα μάτια του καινούργιου. Συνεργάζεται με την Χ. Αλεξίου γράφοντας το ΄82 και το ΄84, μερικά από τα ωραιότερα λαϊκά του («Αν πεθάνει μια αγάπη», «Ζήλεια μου», «Η διαθήκη» κ. ά. ) .

«Ο τραγουδιστής» (΄83) ένας από τους πιο ολοκληρωμένους δίσκους του, με τον Γ. Νταλάρα, «Ο Σαλονικιός» (΄85) με τον Σ. Διονυσίου και το «Μιά γυναίκα μπορεί» (΄85) με την Ε. Βιτάλη, δείχνουν την δεξιοτεχνία αλλά και την ευχέρεια του συνθέτη, να περνάει από βουρκωμένα «μινόρε» σε κελαριστά «ματζόρε», με δυό πενιές.

Το ΄80 φεύγει παίρνοντας αγκαζέ
«Τραγούδια γιά τους φίλους μου» (΄86) , αλλά και την συνεύρεση με τον στιχουργό Λ. Παπαδόπουλο σε συνεργασίες με την Χ. Αλεξίου («Η νύχτα θέλει έρωτα» ΄88) , ξανά με τον Γ. Νταλάρα («Μη μιλάς μη γελάς κινδυνεύει η Ελλάς» ΄89) , με τον Λ. Βελλή («Αγάπη όλο ζήλεια» ΄87, «Συλλαβιστά, ψιθυριστά» ΄88) , αλλά και τον πρώτο ορχηστρικό «Δρόμοι της Ανατολής» (΄89) , με σολίστα τον ίδιο να γεφυρώνει γενιές προηγούμενες.

Την δεκαετία του ΄90, κορυφώνει την πορεία του με το «Ξημέρωμα 2. 000 μ.Χ.» (΄93) , έναν ιδιαίτερης ατμόσφαιρας πολυσυλλεκτικό δίσκο, που με «Των Αγγέλων τα Μπουζούκια» ως τραγούδι-όχημα, κάνει μιά ανευ προηγουμένου επιτυχία καθώς γίνεται ύμνος στα «ελληνάδικα» της εποχής. Eπισκιάζει ακόμα και επιτυχημένες συνεργασίες με ονόματα οπως του Μ. Μητσιά («Σε χιλιάδες σταθμούς» ΄90) , της Γλυκερίας («Ξημέρωσε» ΄91) η και της Μαρινέλλας («Το ξημέρωμα του έρωτα» ΄93), του Δ. Μητροπάνου («Πάρε αποφάσεις» ΄91) , αλλά και του Σ. Καζαντζίδη («Βραδυάζει» ΄92) . Τον «ανοίγει» σε ένα νεανικότερο κοινό, και σε ανάλογες συνεργασίες.

Από συμμετοχές με τραγούδια στην Ε. Αρβανιτάκη το ΄91 («Καρδιά μου εγώ», «Πρόσωπο με πρόσωπο») , περνάει σε ολοκληρωμένες δουλειές με την Κ. Κούκα («Στου Παραδείσου τα Ωραία» ΄94) , τον Κ. Μακεδόνα («Πάμε για ορθοπεταλιές» ΄96), τον Γ. Ανδρεάτο αλλά και τον νεώτερο Δ. Μπάση, που σημαδεύει με την φωνή του την απροσδόκητης απήχησης δουλειά του ΄97, τους «Ψίθυρους Καρδιάς», με το ομότιτλο τραγούδι να ακούγεται εν είδει εθνικού ύμνου.

Στην εκπνοή της τρίτης δεκαετίας του στο τραγούδι, ο Χ. Νικολόπουλος, δείχνει αστείρευτος. Με ορχηστρικούς δίσκους («Ανατολικά της Ευρώπης», «Κυκλάμινα του Ολύμπου») , αλλά και προσωπικούς («Ανθη Ευλαβείας» ΄96) . Συναυλίες στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής, αλλά και τιμητικά αφιερώματα. Διατρέχει έναν και μόνο κίνδυνο: του πνιγμού του στην ίδια του την παραγωγικότητα. Και θάταν κρίμα, σε μιά εποχή που όλοι πνίγονται στα ρηχά του «λίγο», νά πνιγεί εκείνος στα βαθειά του «πολύ». Κι ας έχει αποδείξει πως ξέρει καλό κολύμπι.

πηγη www.athinorama.gr και www.music.gr