Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ

Η τελευταία φορά που τον είδα
(Από το βιβλίο Μύθος ρεμπέτικος- Μάρκος Βαμβακάρης)

Φορούσε την κιµπάρικη φανέλα
µε τα τρία κουµπάκια.
Αριστερά, στο µέρος της καρδιάς πάνω,
είχε καρφιτσώσει το µατόχαντρο.
Παρακατούλια, το φυλαχτό.
Έτσι τον είχα φωτογραφήσει πριν χρόνια.
Είχε το ίδιο µουστάκι όπως τότες, επιδέξια ψαλιδισµένο.
Τα χείλη του αµόλυντα ως παιδίου.
Όχι µόνο.
Είχαν εκ Θεού τρυφερή, αειπάρθενη γλύκα.
Από εκείθεν είχαν ξεβγεί τόσα τραγούδια.
Με το µέγα εργαλείον φωνή,
το πριονάτο.
Το σαγόνι του, λοφάριον πουλιών.
Οι παρειές, ανατολικές πλαγιές χαϊδεµένες ήλιο.
Η µύτη του, σκάλισµα σε τέµπλο.
Φρύδια, στάχια και φρύγανα.
Μέτωπον ψιλοαυλακωµένο.
Και µαλλί κουκούλι.
Μάτια; — Εχ, τα µάτια....
Πώς να τα ταιριάξεις σε λέξεις...
Μάρτυρας η φωτογραφία. Ιδέτε τα.
Τόσα βάσανα. Τόσες πίκρες.
Αυτό το θεριό. Ήτο άγιος και πανέµορφος.
Αλλά τώρα έτι περισσότερον γηρασµένος.
Τα χέρια - τι χέρια, χερούκλες κάλλιο -
διπλωµένα στα µεριά.
Εκαθόµουνε κοντά του.
Σιωπούσαµε
και πότε παραπότε επετούσαµε καµιά κουβέντα.
Κι επέρασε ώρα πολύ .
«Νύχτωσε, Μάρκο. Να πηγαίνω σιγά σιγά».
Ξεκαρφίτσωσε το φυλαχτάρι του
και µου το έδωκε.
Το απίθωσε στη φούχτα µου.
Έµεινα εκεί. Έτσι. Με τη φούχτα ανοιχτή...
Με τα δυο του χέρια,
την έκλεισε τρυφερά.
«Καληνύχτα».
«Καλό ξηµέρωµα».
Έβρεχε όξω.
Δεν είχα λεφτά για λεωφορείο.
Το 'κοψα µε τα πόδια.
Στο νεκροταφείο πιο πάνω,
εµπήκα µέσα,
έκλεψα γαρούφαλα από πλούσιο τάφο.
Ματαγύρισα να του τα δώκω.
Δεν τόλµησα να χτυπήσω.
Του τα αφήκα στην πόρτα.
Ένα απ' τα πουλιά του ψιλολάλησε στο κλουβί.
Ποδαρόδροµο για την Κυψέλη,
υπό βροχήν.
Εκράτηγα στη δεξιά απαλάµη
το πολύτιµο φυλαχτό — το φυλαχτό του.
Ήτο η τελευταία φορά που τον είδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: