Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Ουλαλουμ...


Σσσσσ, κάτι ακούω. Ξημέρωσε. Κάτσε να βάλω το χέρι μου μέσα μου να δω αν είναι όλα εδώ. Αν βγεις νωρίτερα απο 'μενα μπορείς να μου φέρεις μια σοκολάτα με γεύση "αποαύριοόλακαλα"; Αλλιώς θα πάρω εγώ βγαίνοντας. Σε φαντάζομαι στα αεροδρόμια με τις βαλίτσες σου γεμάτες αεροπλάνα κι ουρανούς να φεύγεις μακρυά. Σε λίγο θα σε ρωτήσω γιατί να μην είναι όλοι οι άνθρωποι σαν εσένα, γιατί να μην είναι όλες οι πόλεις σαν τη Λισαβόνα, γιατί να μην γαμιούνται οι άνθρωποι από ακατέργαστη καύλα κι όχι μέσα απο συμβάσεις, γιατί να μην είναι χρωματιστά με πολλά σχέδια τα δημόσια έγγραφα, γιατί το μαλλί της γριάς δεν υπάρχει σε πολλά χρώματα, εμείς είμαστε ανάποδα στη γη ή εκείνοι που ζουν στο νότιο ημισφαίριο; Απάντησε μου στην πρώτη ερώτηση πως όλοι οι άνθρωποι είναι σαν εσένα μα δε μου το δείχνουν γιατί δεν θα τους πιστέψω, στη δεύτερη απάντησε μου γιατί η Λισαβόνα σε ξέβρασε ξανά στη ζωή, στην τρίτη μην απαντήσεις απλά σήκωσε τους ώμους απογοητευμένος, στην τέταρτη μίλα μου για τον καινούργιο νόμο που ψηφίστηκε σχετικά με τις σφραγίδες σε πολλά σχέδια, στην πέμπτη για να με ξεγελάσεις μίλησε μου για πράσινα ποπ κορν που φυτρώνουν σε ανήλιες πλαγιές, και για καραμελόδεντρα που φτάνουν τα τρία μέτρα ύψος, στην τελευταία γέλα, κορόιδεψέ με και πες μου πως δεν υπάρχει ανάποδα. Απάντησε μου σ'αυτά κι εγώ θα σου απαντήσω στην ερώτηση που λέει πως αν αγγίξεις την πλάτη μου οι ρώγες μου θα σκληρύνουν μέχρι να τρυπήσουν το βουνό και τα πόδια μου θα γλιστρήσουν το ένα στο άλλο θα σκοντάψουν γύρω από τη μέση σου και θ'αρχίσουν να συζητάνε για το πώς πρέπει να αλλάξουν τα ρήματα. Σήμερα φοβάμαι. Με ονειρεύτηκα σε ένα μπαρ να διηγούμαι τη ζωή μου σε ένα μικρό κοριτσάκι που φαντάσου να το λένε Μαρία. Σε ονειρεύτηκα να γράφεις το στόμα με ω και να θέλω να μπω μέσα εκεί να με δοκιμάσεις. Χρειάζομαι εξαέρωση, έχω κρατήσει πολλά δάκρυα μέσα μου και δεν ζεσταίνεται το σώμα μου. Ένας λύκος έφτιαξε το δικό του ποτάμι και κολυμπάει μόνος όπου τον πάει λέει. 'Ενας μικρός διόνυσος έστειλε την ευτυχία του λίγο παραπέρα να παίξει μα ξαναγύρισε κοντά του, τη σίσσυ την ερωτεύτηκε ο πυρετός του 37 και κάτι και της τάζει παντοτινές αγάπες. Σε βλέπω να μπαίνεις μέσα με χαμόγελο, να κρατάς ένα κουτί με κορδέλλα, να μου λες κλείσε τα μάτια κι άνοιξε τα πόδια. Να νιώθω ένα μικρό τσούξιμο. 'Ανοιξέ τα! Ααααααα μου πήρες καινούργια μήτρα, πού τη βρήκες; Στα duty free χαζούλα, θα μου πεις, αφού ήμουν στο αεροδρόμιο... Ήταν ακριβή; θα σε ρωτήσω... Όσο κοστίζει να ζυγώσεις το άπιαστο. Μα αυτό είναι πολύ. Σιγά.. μια ζωή είναι, την παλιά τί να την κάνω; Βάλτην στο κουτί με τα καλοκαιρινά, μπορεί να τη φορέσω καμιά φορά...


Τσίριξα στις 2:30 PM

Δεν υπάρχουν σχόλια: