Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

«Αν έχω κάποια δύναμη την οφείλω ολόκληρη στην ποίηση»


Νικόλαος αρχικά κι αργότερα, όταν ξαναβαφτίστηκε, Κωνσταντίνος, Κώστας στην προσωπική ζωή και Ντίνος στην καλλιτεχνική. Δημητριάδης κανονικά, Δημητρίου από λάθος, Χριστιανόπουλος από δική του επιλογή, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι από τους πιο γνωστούς σήμερα ποιητές και παράλληλα μία από τις πιο μυστηριώδεις, σχεδόν μυθικές, μορφές των νεοελληνικών γραμμάτων.
Μαζί με τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου και τον Γιώργο Ιωάννου, αποτελούν τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά της Θεσσαλονίκης, που εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς ως η «τριάδα των ερωτικών ποιητών» της πόλης. Έζησαν τον τελευταίο πόλεμο και τον εμφύλιο στην παιδική και εφηβική τους ηλικία κι επέλεξαν να μη στρατευθούν ποτέ. Δικό τους μέλημα, που δικαιολογεί άλλωστε και τον χαρακτηρισμό «ερωτικοί ποιητές», η έκφραση της ερωτικής τους ιδιαιτερότητας αλλά και η αλλαγή των παραδοσιακών εκφραστικών μέσων. Και οι τρεις τους θα αποτελέσουν τον πυρήνα του περιοδικού «Διαγώνιος» (1958-1983), που έχει ως ιδρυτή και διευθυντή το Ντίνο Χριστιανόπουλο. Το καλλιτεχνικό πνεύμα που καλλιέργησε η «Διαγώνιος» κι επηρέασε πολλούς νεότερους ποιητές, συνοψίζεται στα λόγια του Ασλάνογλου. «Πρώτα πρώτα ανάγκη ν’απαλλαγεί ο ποιητικός λόγος από ελαττώματα που ήταν κληρονομιά της παραδοσιακής σχολής (θεματολογία, πλατειασμοί, ρητορικά και φραστικά κλισέ, πολυλογία). Δεύτερο: φειδώ στη χρησιμοποίηση μοντέρνων εκφραστικών μέσων. Τρίτο: λαγάρισμα στην επεξεργασία του στίχου μέχρι την τελική του αποκρυστάλλωση...»(1)
Ο χαρακτηρισμός της ποίησής τους όμως ως ερωτικής κλείνει σε σχήματα και στεγανά την πολυποίκιλη ποιητική δημιουργία και την πραγματικότητα από την οποία αυτή τροφοδοτείται.
Έτσι, και για να περιοριστούμε στο Χριστιανόπουλο, μπορεί η ερωτική αναζήτηση, η συντριβή αλλά και η πρόκληση να κυριαρχούν, δεν λείπουν όμως και οι κοινωνικές προεκτάσεις, η υπαρξιακή αγωνία. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Αφού ο έρωτας τα συμπυκνώνει όλα αυτά.

Ποιος είναι λοιπόν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος;
Στον τόμο «Θεσσαλονίκην ου μ’εθέσπισεν» (εκδ. Ιανός) που περιλαμβάνει αυτοβιογραφικά κείμενα, ο ίδιος ο ποιητής μιλά για την καταγωγή του από την Χιλή (κοντά στην Κων/πολη) και την Πάνορμο (επαρχία Προύσας), καθώς και για τη γενέθλια πόλη, τη Θεσσαλονίκη «πόλη μυστηριώδης, ποτισμένη με τον μυστικισμό των Ισπανοεβραίων κατοίκων της και την ανατολίτικη αύρα των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά το 1922, πόλη συνεχούς κι αδιάλειπτης ιστορικής πορείας 2500 ετών...». Παραδέχεται ότι «τρεις γυναίκες έχουν περάσει από τη ζωή μου: η μητέρα μου, η ποίηση κι η Θεσσαλονίκη»(2). Περιγράφει τα στερημένα παιδικά χρόνια την προσπάθεια για επιβίωση, χωρίς να παραλείπει να παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, τις συμπεριφορές, τους συμβιβασμούς αλλά και τους μικρούς καθημερινούς ηρωισμούς των ανωνύμων. Αναφέρεται στη σχέση του με τη μητέρα του, καθοριστική απ’ό,τι φαίνεται και για τον ερωτικό του προσανατολισμό:«...μ’έβαζε να παίζω με τις κούκλες και μάλιστα υπό την επίβλεψή της...στην προσπάθειά της να με υποτάξει, με σφράγισε οριστικά με τη δική της σφραγίδα...».(3). Μιλά ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του και την κατακραυγή που είχε ξεσηκώσει η ποιητική του συλλογή «η εποχή των ισχνών αγελάδων» στην οποία υπάρχουν έμμεσες αλλά σαφείς αναφορές.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει στα κατηχητικά που αποτέλεσαν τον πρώτο ευρύτερο κοινωνικό του χώρο κι επηρέασαν τον χαρακτήρα του καθώς τον «όπλισαν», όπως λέει με μια ηθική που βάσισε όλη του τη ζωή και πολύ συχνά γίνεται ενοχή και στοιχειώνει τις ποιητικές του εξομολογήσεις. «Τα κατηχητικά μου προσέφεραν πολλά και ουσιαστικά πράγματα, μεταξύ των οποίων κι ένα κώδικα ηθικής, γι’αυτό κι η ηθική επανέρχεται τόσο συχνά στα γραπτά μου. Μου πρόσφεραν επίσης και μερικά κακά, αλλά τα καλά που πήρα είναι πιο πολλά...». Όσο για τον ερωτικό προσανατολισμό, ο χώρος του κατηχητικού τον ευνοούσε αφάνταστα, αφού η θρησκευτική ζωή βασιζόταν στην εγκράτεια και τη στέρηση, που οδηγούσε στην ερωτική λύσσα...»(4).
Ο ερωτικός του προσανατολισμός και ο τρόπος που τον βιώνει είναι σταθερή πηγή έμπνευσης για τον Χριστιανόπουλο. Τα συναισθήματα καλύπτουν όλο το φάσμα από την ηδονή και την τρυφερότητα μέχρι τη συντριβή και την πρόκληση χωρίς ποτέ να ολισθαίνουν στην αισθηματολογία. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός πολλές φορές, μας δείχνουν αμέσως την άλλη πλευρά και της πιο τραγικής ανθρώπινης στιγμής, λειτουργώντας σαν αντίβαρο στην συναισθηματική φόρτιση. Ο λόγος του απαλλαγμένος από κάθε είδους στολίδια, με πλήθος λαϊκά στοιχεία, σμιλεμένος μ’επιμονή γίνεται συχνά επιγραμματικός, μας διαπερνά και λειτουργεί εξαγνιστικά μες την ωμότητά του. Η συγγένεια με τον Καβάφη είναι ορατή στα ποιήματα κυρίως της πρώτης του συλλογής. Μια πιο υπόγεια σχέση φαίνεται να έχει και με το έργο του Παζολίνι.
Το ποιητικό του έργο είναι μικρό σε έκταση, ο ίδιος αποκαλύπτει ότι γράφει τρία ποιήματα το χρόνο. Κι απ’αυτό κατά καιρούς αφαιρεί κάποια ποιήματα που εκ των υστέρων απορρίπτει, ασκώντας συνεχώς στον εαυτό του την αυστηρή κι εμπεριστατωμένη κριτική που επιφυλάσσει και στους άλλους ομότεχνούς του, όπως το ποίημά του «το φακελάκι».(5) «Αν έμενα στην εξομολόγηση είναι πιθανό ότι για πολλούς θα ήμουν τουλάχιστον συμπαθής. Δυστυχώς ή ευτυχώς προχώρησα και στην κριτική», παραδέχεται σε μια ραδιοφωνική του συνομιλία με τον δημοσιογράφο Χρ.Ζαφείρη, το 1988.
Η προσφορά του όμως εκτείνεται και πέρα από την ποίηση και την κριτική, στην αρχαιλογία στη δοκιμιογραφία, στην συγγραφή πεζών, στη μουσική. Η γλώσσα του αναγνωρίσιμη, λιτή, απροσχημάτιστη, καίρια, μουσική, ακόμα και στα πεζά του κείμενα, σκάβει βαθιά μέσα του αλλά και γύρω, βγάζοντας στην επιφάνεια ό,τι τον αηδιάζει και τον πονά, χωρίς ωστόσο να καταλήγει σε μια απαισιόδοξη ή μηδενιστική αντίληψη του κόσμου.

Εκείνο που κυριαρχεί στο έργο του Χριστιανόπουλου, όπως και στη ζωή του, είναι η διαρκής αναζήτηση, η διαρκής άσκηση σε νέες φόρμες, αλλά και η επίμονη επιστροφή στα ίδια (κυρίως όσον αφορά στη θεματολογία). Κινούμενος από μιαν εσώτερη ανάγκη που αγνοεί επιδεικτικά τους νόμους της αγοράς και την «πνευματική μόδα», κατορθώνει κι επιβάλλει τις επιλογές του, ζώντας και δημιουργώντας, χρόνια τώρα, μ’ έναν τρόπο αντισυμβατικό, «ρεμπέτικο» όπως θα έλεγε κι ο ίδιος.


(1) Μέρος του αποσπάσματος που παραθέτει ο Π.Σφυρίδης στην εισήγησή του στο συνέδριο με θέμα « Η ποίηση της Θεσσαλονίκης τον 20ο αι.».Πρακτικά του συνεδρίου, Θεσ/νίκη 2003, σ.157.
(2) «Θεσσαλονίκην ου μ’ εθέσπισεν», εκδ.Ιανός, σ.σ. 258-260
(3) «Θεσσαλονίκην ου μ’ εθέσπισεν», εκδ.Ιανός σ.σ. 52, 284
(4) «Θεσσαλονίκην ου μ’εθέσπισεν», εκδ.Ιανός, σ.σ. 258-260
(5) Ντ. Χριστιανόπουλου «το επ’ εμοί», εκ. Μπιλιέτο, 1993,σ.42.

Δεν υπάρχουν σχόλια: