Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Διά χειρός Νικολόπουλου

τελευταίος εν δράσει κλασικός λαϊκός σύνθετης αφήνει τις μουσικές σκηνές και στήνει δυνατό πάλκο στο ιστορικό στέκι της Πλάκας.
Eίχαμε καιρό να δούμε τον Χρήστο Νικολόπουλο να ρίχνει πενιές μπροστά σε μερακλωμένο πελάτη που φέρνει ζεϊμπέκικες βόλτες. Η πιο συναυλιακή κατάσταση έχει σαφώς την ομορφιά της, αλλά -πώς να το κάνουμε- το λαϊκό τραγούδι θέλει την πίστα και το χορό του, θέλει το τσούγκρισμα και το μεζέ του. Κυρίως, όμως, θέλει την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε στέκι. Και το «Περιβόλι» είναι, πριν απ' όλα, αυτό! Στέκι με μακρόχρονη ιστορία, κλασικά ονόματα στο πάλκο και τον καλλιτεχνικό και τον πολιτικό κόσμο να παρελαύνει απ' τη σάλα του. Η λευκή ρουστίκ αίθουσα είναι εγγύηση το χειμώνα γι' αυτούς που θέλουν να «θερμανθούν» με αυθεντική παλιά Ελλάδα.
Φέτος, μια σειρά από φωτογραφίες στους τοίχους «συνδέει» τον Τσιτσάνη με τον Θεοδωράκη αλλά και τον -νεαρό- Νικολόπουλο. Ο συνθέτης έστησε μια δυνατή ορχήστρα με ικανότατες φωνές: πρώτη αντρική ο Ηλίας Μακρής, ο οποίος διαθέτει αρετές που σαν να μας φέρνουν στο νου το βάθος του Στέλιου καθώς και τις ξύλινες δονήσεις του σερ Μπιθί - και ήταν ωραίο που, πέρα από το ρεπερτόριο του μετρ, τον ακούσαμε και σε κομμάτια όπως η «Πριγκιπέσα» του Μάλαμα ή το «Νύχτα ονειρομάνα» του Ζαμπέτα.
Η κύρια γυναικεία φωνή είναι της Σοφίας Παπάζογλου: μια ερμηνεύτρια από τις πιο σωστές που διαθέτει η λαϊκή σκηνή, εγγύηση για ένα πρόγραμμα αξιώσεων. Όμως και τα δύο νέα παιδιά που επέλεξε ο Χρήστος Νικολόπουλος, η Ιωάννα Ρόδου και ο Γιώργος Αιγιώτης, είναι εξαίρετα.
Το ρεπερτόριο του Νικολόπουλου ανεξάντλητο (αναφέρουμε ενδεικτικά: «Φούμα φούμα», «Νύχτα στάσου», «Ζήλια μου», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Υπάρχω», «Αγριολούλουδο», «Κάτω απ' το πουκάμισό μου», «Παίξε Χρήστο επειγόντως», «Η διαθήκη», «Νταλίκες» κ.ο.κ.). Διανθίζεται όμως από Τσιτσάνη, Ζαμπέτα, Λοΐζο - και γενικά απ' όλους τους μεγάλους συνθέτες. Στην πρεμιέρα, απολαύσαμε και τον «Πρόεδρο» στην πίστα (Λευτέρης Παπαδόπουλος) να μας τραγουδά Παπαϊωάννου: «Πριν το χάραμα μονάχος».
Στην ατμόσφαιρα υπάρχει παλμός, η παρουσία του συνθέτη λειτουργεί καταλυτικά, η ορχήστρα κυλάει ρολόι, οι φωνές ζωντανεύουν τα αισθήματα, ανάμεσα στα τραπέζια γίνονται ευχάριστα συναπαντήματα (είπαμε, το μαγαζί είναι στέκι) και συχνά στους χορούς ξεχωρίζουν ταλαντούχα κορμιά.
Στην δεκαετία του ΄60 που ανδρώνεται, κυριαρχούν τα Μακεδονίτικα του τόπου του, και τα λαϊκά του Καζαντζίδη. Από μικρός φανερώνει την μουσική του κλίση, και με πείσμα καταφέρνει να μάθει μπουζούκι, μελετώντας ώρες μόνος του, αυτοδίδακτος στην ουσία. Σαν «μπουζουξής» θα μπεί και στο επάγγελμα, τελειώνοντας το «πανεπιστήμιο» των πανηγυριών και των λαϊκών συγκροτημάτων. Στην Αθήνα κατεβαίνει το ΄63 για να βρεθεί δυό χρόνια μετά, το ΄65, να παίζει στο πλευρό του Σ. Καζαντζίδη.

Στο πλευρό του Καζαντζίδη, θά μείνει ως την οριστική αποχώρηση του τραγουδιστή από τις πίστες το ΄66. Ακολουθούν συνεργασίες σε μαγαζιά με τα σημαντικότερα ονόματα, από την Π. Πάνου και την Μαρινέλλα, τον Βοσκόπουλο και τον Μπιθικώτση, αλλά και τον Μ. Χιώτη ως και τον Σ. Παγιουμτζή.

Αυτά τα πρώτα χρόνια συνεργάζεται με τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής σε δισκογραφήσεις τραγουδιών τους, μαθητεύοντας αλλά και καταθέτοντας την δεξιοτεχνική του ικανότητα στο μπουζούκι, που σαν όργανο, έχει πιά περίοπτη θέση στις ορχήστρες. Το να δουλεύει με τον Μ. Θεοδωράκη, τον Μ. Λοΐζο, τον Γ. Ζαμπέτα, τον Χ. Λεοντή και τον Δ. Μούτση, αλλά και με θρύλους όπως ο Β. Τσιτσάνης ή στις τελευταίες ηχογραφήσεις του Μ. Βαμβακάρη, εκπαιδεύεται οξύνοντας την συνθετική του ικανότητα.

Τα πρώτα τραγούδια θα έρθουν τέλη του ΄60, με το «Νυχτερίδες κι αράχνες» τραγουδισμένο από τον Σ. Καζαντζίδη το ΄69, να ξαφνιάζει. Θα ακολουθήσουν τραγούδια κλασσικά πιά, παρότι της πρώιμης περιόδου, όπως «Στο Σταυροδρόμι» με τον Π. Γαβαλά, ή το «Νύχτα στάσου» σε στίχους Πυθαγόρα το ‘72 με τη Λ. Διαμάντη. Το 1975, σημαδεύεται από την συνεργασία με τον Σ. Καζαντζίδη στο «Υπάρχω», από τις καλύτερες στιγμές του τραγουδιστή και οριακή για την εξέλιξη του Χ. Νικολόπουλου.

Ο Χ. Νικολόπουλος βιωματικός γνώστης των λαϊκών δρόμων, ξεδιπλώνει σαν συνθέτης μιά μελωδική πτυχή, που κουβαλάει αφομοιωμένο όλο το παρελθόν του λαϊκού τραγουδιού, με απόηχους του ρεμπέτικου, και μιά λιτότητα στην απόδοση του «καημού» χωρίς αστικούς εξευγενισμούς.

Η δεκαετία του ΄80, ειναι αυτή που απογειώνει την δημιουργικότητά του και συνηγορεί στην αποδοχή του, απ’όλους ανεξαιρέτως, ως του σημαντικότερου λαϊκού συνθέτη. Με τον
Μ. Ρασούλη στους στίχους, σε δουλειές όπως «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε... » (΄81) , και το «Παίξε Χρήστο επειγόντως» (΄82) , το τραγούδι συναντάει το γλεντζέδικο στοιχείο του, ξαναβρίσκοντας την αμεσότητά του. Ζεϊμπέκικα όπως «Οι Νταλίκες», αποκαθιστούν την «τιμή» του παλιού, στα μάτια του καινούργιου. Συνεργάζεται με την Χ. Αλεξίου γράφοντας το ΄82 και το ΄84, μερικά από τα ωραιότερα λαϊκά του («Αν πεθάνει μια αγάπη», «Ζήλεια μου», «Η διαθήκη» κ. ά. ) .

«Ο τραγουδιστής» (΄83) ένας από τους πιο ολοκληρωμένους δίσκους του, με τον Γ. Νταλάρα, «Ο Σαλονικιός» (΄85) με τον Σ. Διονυσίου και το «Μιά γυναίκα μπορεί» (΄85) με την Ε. Βιτάλη, δείχνουν την δεξιοτεχνία αλλά και την ευχέρεια του συνθέτη, να περνάει από βουρκωμένα «μινόρε» σε κελαριστά «ματζόρε», με δυό πενιές.

Το ΄80 φεύγει παίρνοντας αγκαζέ
«Τραγούδια γιά τους φίλους μου» (΄86) , αλλά και την συνεύρεση με τον στιχουργό Λ. Παπαδόπουλο σε συνεργασίες με την Χ. Αλεξίου («Η νύχτα θέλει έρωτα» ΄88) , ξανά με τον Γ. Νταλάρα («Μη μιλάς μη γελάς κινδυνεύει η Ελλάς» ΄89) , με τον Λ. Βελλή («Αγάπη όλο ζήλεια» ΄87, «Συλλαβιστά, ψιθυριστά» ΄88) , αλλά και τον πρώτο ορχηστρικό «Δρόμοι της Ανατολής» (΄89) , με σολίστα τον ίδιο να γεφυρώνει γενιές προηγούμενες.

Την δεκαετία του ΄90, κορυφώνει την πορεία του με το «Ξημέρωμα 2. 000 μ.Χ.» (΄93) , έναν ιδιαίτερης ατμόσφαιρας πολυσυλλεκτικό δίσκο, που με «Των Αγγέλων τα Μπουζούκια» ως τραγούδι-όχημα, κάνει μιά ανευ προηγουμένου επιτυχία καθώς γίνεται ύμνος στα «ελληνάδικα» της εποχής. Eπισκιάζει ακόμα και επιτυχημένες συνεργασίες με ονόματα οπως του Μ. Μητσιά («Σε χιλιάδες σταθμούς» ΄90) , της Γλυκερίας («Ξημέρωσε» ΄91) η και της Μαρινέλλας («Το ξημέρωμα του έρωτα» ΄93), του Δ. Μητροπάνου («Πάρε αποφάσεις» ΄91) , αλλά και του Σ. Καζαντζίδη («Βραδυάζει» ΄92) . Τον «ανοίγει» σε ένα νεανικότερο κοινό, και σε ανάλογες συνεργασίες.

Από συμμετοχές με τραγούδια στην Ε. Αρβανιτάκη το ΄91 («Καρδιά μου εγώ», «Πρόσωπο με πρόσωπο») , περνάει σε ολοκληρωμένες δουλειές με την Κ. Κούκα («Στου Παραδείσου τα Ωραία» ΄94) , τον Κ. Μακεδόνα («Πάμε για ορθοπεταλιές» ΄96), τον Γ. Ανδρεάτο αλλά και τον νεώτερο Δ. Μπάση, που σημαδεύει με την φωνή του την απροσδόκητης απήχησης δουλειά του ΄97, τους «Ψίθυρους Καρδιάς», με το ομότιτλο τραγούδι να ακούγεται εν είδει εθνικού ύμνου.

Στην εκπνοή της τρίτης δεκαετίας του στο τραγούδι, ο Χ. Νικολόπουλος, δείχνει αστείρευτος. Με ορχηστρικούς δίσκους («Ανατολικά της Ευρώπης», «Κυκλάμινα του Ολύμπου») , αλλά και προσωπικούς («Ανθη Ευλαβείας» ΄96) . Συναυλίες στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής, αλλά και τιμητικά αφιερώματα. Διατρέχει έναν και μόνο κίνδυνο: του πνιγμού του στην ίδια του την παραγωγικότητα. Και θάταν κρίμα, σε μιά εποχή που όλοι πνίγονται στα ρηχά του «λίγο», νά πνιγεί εκείνος στα βαθειά του «πολύ». Κι ας έχει αποδείξει πως ξέρει καλό κολύμπι.

πηγη www.athinorama.gr και www.music.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: